Ναός Αγίας Παρασκευής

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής, δεσπόζει σε χαμηλό λόφο στο κέντρο της Ροδαυγής, 24 χιλιόμετρα βόρεια της Άρτας. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το ναό ανήγειραν οι κάτοικοι στο συγκεκριμένο σημείο καθ’ υπόδειξη της ίδια της Αγίας, όταν μετά από ισχυρή κατολίσθηση, εγκατέλειψαν το αρχικό χωριό τους και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Το παλαιό χωριό αναφέρεται ως, Αγία Παρασκευή, Χάβος και Κακολάγκαδο, ονομασίες που μαρτυρούν, τόσο τη δυσμενή γεωλογική θέση, όσο και την ύπαρξη εκεί εκκλησίας της αγίας Παρασκευής που μετακινήθηκε μαζί με τους κατοίκους στη Ροδαυγή. Λέγεται ότι στη θέση του σημερινού ναού βρέθηκε η εικόνα της αγίας, μοτίβο που συναντάται συχνά στη λαϊκή παράδοση. Η ιστορία γύρω από την ίδρυση της εκκλησίας της Ροδαυγής, τη συνδέει άρρηκτα με το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων και την καθιστά σημαντικό προσκύνημα της ευρύτερης περιοχής.
Στο σύνολο του ναού ανήκουν το καμπαναριό και το παλιό οστεοφυλάκιο, καθώς στα νότια του ναού λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα νεκροταφείο και δύο τάφοι ιερέων στα ανατολικά, εκατέρωθεν της κόχης του ιερού
Αρχιτεκτονική: Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Ροδαυγή χτίστηκε το 1804, σύμφωνα με επιγραφή στο υπέρθυρο της βόρειας εισόδου και ακολουθεί τα ηπειρώτικα πρότυπα ναοδομίας. Κατασκευασμένη από γκρίζο ασβεστόλιθο και στεγασμένη με γκρίζες σχιστόπλακες κατατάσσεται στον γνωστό τύπο της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής με τρούλο. Ο τύπος αυτός συνηθίζεται, με παραλλαγές, σε όλη την Ήπειρο τον 18ου αιώνα επιφέροντας εμφανείς αλλαγές στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Η απουσία της πολυπλοκότητας στους αρχιτεκτονικούς όγκους, οι μεγάλες διαστάσεις, το αδρό χτίσιμο , ο τύπος της βασιλικής, καθώς και οι βαριές πλακοσκεπείς στέγες, προσδίδουν δωρικότητα και επιβλητικότητα.
Κατά μήκος της δυτικής πλευρά του ναού αναπτύσσεται υπερυψωμένος νάρθηκας. Τη βόρεια και δυτική πλευρά περιβάλλει στοά σε σχήμα Γ με πλακόστρωτο δάπεδο και έδρανα, ενώ από τις ίδιες όψεις γίνεται και η είσοδος στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα, αντίστοιχα. Η στέγη της στοάς, καλυμμένη και αυτή με γκρίζες σχιστόπλακες , ακουμπά στους τοίχους του ναού και στηρίζεται σε ορατούς ξυλοδοκούς και σπονδυλωτούς κίονες.
Εντυπωσιακό είναι και το ψηλό κωδωνοστάσιο με διαδοχικά καθ΄ ύψος τοξωτά ανοίγματα. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία το καμπαναριό δεν οικοδομήθηκε κατά την ίδρυση του ναού, αλλά το 1850, ύστερα από συλλογική προσφορά των κατοίκων.
Πλατιά σκάλα στα βόρεια συνδέει την εκκλησιά με την πλατεία του χωριού τοποθετώντας την, έτσι οργανικά τ στη ζωή του οικισμού και στις ποικίλες εκδηλώσεις.

Εξωτερικός διάκοσμος: Πάνω από την επιγραφή του βορείου υπέρθυρου που αναφέρει το έτος ίδρυσης του ναού υπάρχει πλάκα με ανάγλυφο ανθέμιο. Μεταξύ του διακοσμητικού μοτίβου και της επιγραφής ανοίγεται σχισμή, πιθανός για την εναπόθεση του κλειδιού της εισόδου. Άλλη μαρμάρινη πλάκα βρίσκεται πάνω από την είσοδο του νάρθηκα με ανάγλυφη παράσταση λιονταριών, κυπαρισσιού και δύο ήλιων, καθώς και την χρονολογία 1863.
Εσωτερικός διάκοσμος: Ο κυρίως ναός βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το νάρθηκα. Στην οροφή, εκτός από τον υπερυψωμένο τρούλο, ανοίγονται και μικροί τυφλοί τρουλίσκοι. Δύο κιονοστοιχίες, με έξι πέτρινους, δωρικούς κίονες για την κάθε μια, χωρίζουν τα κλίτη του ναού. Οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι. Μόνο στο Ιερό Βήμα υπάρχουν δύο τοιχογραφίες όπου αποδίδεται η Άκρα Ταπείνωση και μορφές αγίων.
Καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο μπαρόκ τέμπλο του ναού. Ζώνες με θωράκια και κυμάτια, διακοσμημένες με έξεργα γεωμετριά και άνθινα μοτίβα, κεφαλές λεόντων και μορφές αγγέλων. Οι μεγάλες εικόνες του τέμπλου πατούν πάνω σε ζώνη με θωράκια που χωρίζονται με κιονίσκους. Πάνω από τις εικόνες αναπτύσσονται δύο διακοσμητικές ζώνες και πιο πάνω δημιουργούνται τα πλαίσια για τις μικρές εικόνες επιστηλίου. Πάνω από κάθε εικόνα είναι σκαλισμένοι άγγελοι. Την επίστεψη του τέμπλου διαμορφώνει πλούσιος φυτικός διάκοσμος μέσα στον οποίο κυριαρχούν οι δύο φολιδωτοί δράκοντες, σύμβολα της νίκης της ζωής κατά του θανάτου και του καλού κατά του κακού. Στην κορυφή του τέμπλου αποδίδεται η Σταύρωση με τα λυπηρά (εικόνες Παναγίας και Ιωάννη), δεξιά και αριστερά.
Ιδιαίτερο ύφος προσθέτει στο τέμπλο η μετωπική μορφή του Χριστού, Μεγάλου Αρχιερέα με τα διακριτικά του επισκόπου , στη συρόμενη θύρα της ωραία πύλης. Η τεχνοτροπία και τα χρώματα δένουν αρμονικά με το υπόλοιπο σύνολο. Προς το τέλος του 20ου αιώνα η εικόνα αφαιρέθηκε για άγνωστη αιτία και αντικαταστάθηκε από άλλη ξυλόγλυπτη, κατασκευασμένη σε κάποιο σύγχρονο εργαστήριο. Επανατοποθετήθηκε με εμφανείς φθορές, λόγω της εγκατάλειψή της σε αποθήκη, τον Μάρτιο 2014, μετά από ενέργειες ανθρώπων που αγωνιούσαν για την τύχη της, αλλά και την μέριμνα του ιερέως της ενορίας Αθανασίου Αθανάσιου. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ανήκουν και οι μικρότερες ξύλινες θύρες του τέμπλου, οι οποίες εικονίζουν τις μορφές των αρχαγγέλων, Μιχαήλ και Γαβριήλ και αντικατέστησαν τις λιτές υφασμάτινες κουρτίνες σκούρου ερυθρού χρώματος, οι οποίες έφεραν σταυρό και χρυσαφί κρόσσια.

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στην Ροδαυγή, ορίστηκε ως ενοριακός ναός με τον Ν. 3615/16-7-1928, Φ.Ε.Κ. 120/11-7-1928, τ. Α’5 και ως τέτοιος λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Ναός Παναγίας Βλαχέρνας

Η Παναγία της Βλαχέρνας, το όνομα της οποίας τη συσχετίζει με τη φημισμένη Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό, 1χιλ., περίπου βορειανατολικά της Άρτας, στην απέναντι όχθη του ποταμού Αράχθου. Κατατάσσεται στα σημαντικά μνημεία που εντοπίζονται γύρω από την βυζαντινή Άρτα, όπως η Κάτω Παναγιά, η Παναγία της Κορωνησίας, η Παντάνασσα κοντά στη Φιλιππιάδα, ο ναός της Παναγίας του Μπρυώνη στο Νεοχωράκι κά.
Κτισμένη στον τύπο της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής, με πλούσιο γλυπτό και γραπτό διάκοσμο, η Βλαχέρνα αποτελούσε το καθολικό ονομαστού μοναστηριού και ταφικό ναό πολλών μελών των Κομνηνονδουκάδων, ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Από τις επιγραφές που διασώθηκαν σε δύο τάφους στο νότιο και στο βόρειο τοίχο του κυρίως ναού, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο πρώτος άνηκε στον δεσπότη Μιχαήλ Β’ Κομνηνό Δούκα, νόθο γιο του Μιχαήλ Α’ Άγγελου, του ιδρυτή του Δεσποτάτου και ο δεύτερος στους γιους της Θεοδώρας Κομνηνοδούκαινας (αγία Θεοδώρα) που είχαν βίαιο θάνατο.
Από την πρώτη γραπτή αναφορά στη Βλαχέρνα, σε συνοδική επιστολή του μητροπολίτη Ναυπάκτου, Ιωάννου Αποκαύκου (1224-1230), κατανοούμε ότι η μονή μετατράπηκε από ανδρική που ήταν αρχικά, σε γυναικεία.
Αρχιτεκτονική – χρονολόγηση: Το καθολικό χτίστηκε στη θέση παλαιότερου ναού που χρονολογείται στα τέλη του 9ου με αρχές 10ου αιώνα. Ο πρωταρχικός ναός θεωρείται ότι ήταν τρίκλιτη βασιλική με τριμερές ιερό και ξύλινη στέγη. Σ’ αυτόν ανήκει τμήμα του νοτίου τοίχου (διακρίνεται η διαφορά στην τοιχοποιία) και η νότια αψίδα. Ο ναός της Παναγίας Βλαχέρνας ιδρύθηκε, το πιθανότερο στις αρχές του 13ου αιώνα (μεταξύ 1224 και 1230) ως τρίκλιτη βασιλική με καμαροσκεπή κλίτη. Στα μέσα του ίδιου αιώνα υπολογίζεται ότι έγινε η μετατροπή της θολωτής βασιλικής σε τρουλαία με την ανέγερση τριών τρούλων, έναν κεντρικό και δύο μικρότερους πλαϊνούς. Την ίδια εποχή προστέθηκε και το φουρνικό (βαθύς τρούλος) στο βόρειο κλίτος. Οι καμάρες που στεγάζουν τα κλίτη καλύπτονται εξωτερικά από δικλινείς στέγες που διαμορφώνουν αετώματα.
Η είσοδος στον αρχικό ναό γινόταν από πέντε θυραία ανοίγματα, από ένα στη βόρεια και στη νότια πλευρά και τρία στη δυτική. Σήμερα παραμένει ανοιχτή η κεντρική πύλη της δυτικής πλευράς, ενώ οι πλάγιες έχουν μετατραπεί σε παράθυρα.
Μεταγενέστερος (περί τα τέλη του 13ου αιώνα) είναι και ο νάρθηκας του ναού το δάπεδο του οποίου έχει έντονη υψομετρική διαφορά από τον κυρίως ναό. Το παλαιότερο δάπεδο του καθολικού είναι διακοσμημένο με μαρμάρινες πλάκες μέσα σε πολύχρωμα μαρμαροθετημένα πλαίσια. Στο κέντρο του μεσαίου κλίτους, πέντε συμπλεκόμενοι κύκλοι, διακοσμημένοι με ψηφιδωτό διάκοσμο, αποδίδουν τη συμβολική απεικόνιση των πέντε άρτων. Ο κεντρικός κύκλος κοσμείται με ψηφιδωτή παράσταση δικέφαλου αετού.

Γλυπτός διάκοσμος: Ο ναός κοσμείται εξωτερικά με πλίνθινα διακοσμητικά θέματα που παρατηρούνται στην ανατολική πλευρά και στα αετώματα. Εσωτερικά ο ναός φέρει αρχιτεκτονικά ανάγλυφα, κυρίως κιονόκρανα κιόνων σε δεύτερη χρήση που προέρχονται από παλαιοχριστιανικά ή αρχαία κτίρια. Στον γλυπτό διάκοσμο ανήκει μαρμάρινη πλάκα που κλείνει, σήμερα το παράθυρο της νότιας πλευράς και αποδίδει ανάγλυφη την μορφή του αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Από το μαρμάρινο τέμπλο σώζονται αρκετά τμήματα πολλά από τα οποία είναι εντοιχισμένα στις εισόδους του ναού. Προσπάθεια αναπαράστασής του έχει γίνει στη Τράπεζα της Παρηγορήτισσας όπου λειτουργεί γλυπτοθήκη. Το τέμπλο της Βλαχέρνας θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της υστεροβυζαντινής γλυπτικής για την άριστη λάξευσή του και τον πλούτο των θεμάτων που το διακοσμούν.

Τοιχογραφίες: Ο γραπτός διάκοσμος του καθολικού της μονής αποκαλύφθηκε κατά την αφαίρεση νεώτερων ασβεστοκονιαμάτων το 1975-1977. Οι τεχνοτροπικές διαφορές που εντοπίζονται οδηγούν στην αναγνώριση δύο χρονικών φάσεων που συνάδουν με τις οικοδομικές επεμβάσεις του ναού.
Στην πρώτη φάση ανήκουν οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού και χρονολογείται στα μέσα του 13ου αιώνα. Μερικές από τις παραστάσεις είναι ο Ασπασμός της Μαρίας και της Ελισάβετ, το Χαίρε των Μυροφόρων, σκηνές από τα Πάθη του Χριστού, η Απιστία του Θωμά.
Στη δεύτερη φάση ανήκουν οι τοιχογραφίες του νάρθηκα με σημαντικότερες τις παραστάσεις της Δευτέρας Παρουσίας, του Στιχηρού των Χριστουγέννων και της λιτανείας της εικόνας της Οδηγήτριας.
Παρόλο που το εικονογραφικό πρόγραμμα δεν έχει αποκαλυφθεί εξολοκλήρου, είναι αρκετό για να φανερώσει το μνημειακό ύφος και την τέχνη υψηλών καλλιτεχνικών απαιτήσεων. Ενδεικτική είναι η χρήση του ημιπολύτιμου λίθου, λαζουρίτη (lapis lazuli) για να αποδοθεί το κυανό χρώμα στο βάθος των σκήνων και στα ενδύματα των μορφών. Η ποιότητα και η δεξιοτεχνία της τέχνης των τοιχογραφιών της Βλαχέρνας είναι εφάμιλλη της καλλιτεχνικής έκφρασης της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης.

Αφιέρωση του ναού: Ως το 1814,ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σήμερα τιμάται η Κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Παναγίας, γιορτάζει στις 2 Ιουλίου και είναι ο ενοριακός ναός στο χωριό, Βλαχέρνα.

 

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννόησης με Ενορία Βλαχέρνας: π. Σπ. Ρώσος 6977603042

Ναός Γενεσίου της Θεοτόκου Κορωνησίας

Στην Κορωνησία, το βραχώδες νησάκι που βρίσκεται στον Αμβρακικό κόλπο, 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Άρτας, δεσπόζει σε περίοπτη θέση, ο Ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου. Από τη νησίδα πήρε ο ναός την προσωνυμία, «της Κορωνησίας» ή «της Κορακονησίας» ή «της Κορακοννησαίας» σύμφωνα με αναφορές που εντοπίζονται σε παλαιά έγγραφα.
Γραπτές πηγές και χρονολόγηση: Η εκκλησία της Παναγίας της Κορωνησίας, σήμερα ενοριακός ναός της ομώνυμης κοινότητας, υπήρξε το καθολικό μεγάλου μοναστηριού με ισχυρή παρουσία στην περιοχή.
Οι παλαιότερες αναφορές στο μοναστήρι βρίσκονται σε χειρόγραφο ευαγγέλιο της μονής του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων το οποίο άνηκε στην Παναγία της Κορωνησίας όπως μαρτυρείται από δύο σημειώματα που διασώζει στις σελίδες του. Στα ίδια σημειώματα αναφέρεται ο αντιγραφέας του ευαγγελίου, Νικήτας Σγουρόπουλος, ο ηγούμενος της μονής της Παναγίας Κορωνησίας, Μελέτιος και η χρονολογία 1193. Από τη σημαντική αυτή γραπτή πηγή το μνημείο τοποθετείται χρονικά πριν τον 12ο αιώνα.
Οι πολλές κειμενικές πηγές στην μονή της Παναγίας της Κορωνησίας φανερώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιζε στην ευρύτερη περιοχή του Αμβρακικού κόλπου. Παραδίδεται ότι κατείχε μεγάλη κτηματική περιουσία στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας και εκτροφεία χελιδονιών (χελοκοφινοβίβαρα) στον Αμβρακικό. Μετόχι της είναι το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, στο Μυρτάρι Βόνιτσας που ιδρύθηκε από τον ηγούμενο του μοναστηριού της Κορωνησίας, Ιωνά Γκιολμά, στα τέλη του 17ου αιώνα. Στη μονή της Παναγίας αναφέρονται τον 19ο αιώνα ο χρονικογράφος της Ηπείρου, Π. Αραβαντινός και ο Σεραφείμ Ξενόπουλος, μητροπολίτης Άρτας.
Ο αρχιτέκτονας Α. Ορλάνδος χρονολόγησε την ίδρυση του μοναστηριού στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα, ενώ στα τέλη του 10ου αιώνα τοποθετεί το μνημείο και ο αρχαιολόγος, Π. Βοκοτόπουλος. Με την ίδια χρονολόγηση συνηγορούν και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του καθολικού.

Αρχιτεκτονική: Το μνημείο αποτελείται από το καθολικό του ναού του Γενεσίου της Θεοτόκου, τα προκτίσματά του και το κωδωνοστάσιο, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχει ελαιοτριβείο και το παρεκκλήσι του Οσίου Ονουφρίου.
Η σημερινή μορφή του ναού είναι αποτέλεσμα πολλών επεμβάσεων. Αρχικά υπήρχε μόνο ο κυρίως ναός και ο νάρθηκας. Αργότερα ο αρχικός νάρθηκας ενσωματώθηκε στον κυρίως ναό για λόγους ευρυχωρίας και προστέθηκε δεύτερος νάρθηκας. Παράλληλα, χτίζεται προστώο στη βόρεια πλευρά.
Παλαιότερες μελετητές θεωρούν ότι το μνημείο ανήκει στον σπάνιο τύπο του ημιεγγεγγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Έχει, δηλαδή κάτοψη ελεύθερου σταυρού του οποίου η μία κεραία εξέχει ανατολικά και το υπόλοιπο δυτικό τμήμα εγγράφεται σε ορθογώνιο. Τα νέα στοιχεία, όμως που ήρθαν στο φως μετά την επισκευή της στέγης αφήνουν πιθανόν το ενδεχόμενο ο αρχικός ναός να χτίστηκε στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τον κυλινδρικό τρούλο να υψώνεται στο σημείο που διασταυρώνονται οι κεραίες του.
Ωστόσο, όποια κι αν ήταν η αρχική του μορφή, γεγονός είναι ότι οι αλλεπάλληλες επεμβάσεις που έχει δεχτεί ο ναός έχουν αλλοιώσει την εικόνα του.

Γλυπτός και ζωγραφικός διάκοσμος:
Στο εσωτερικό του ναού, ενδιαφέρον παρουσιάζει η παλαιοχριστιανική τράπεζα προσφορών που είναι χτισμένη στην ανατολική κόγχη του ιερού και θεωρείται ότι προέρχεται από μια από τις δύο παλαιχριστιανικές βασιλικές που ανασκάφηκαν στο νησάκι Κέφαλος, του Αμβρακικού.
Το αρχικό δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο, όπως μαρτυρεί το 1437, ο Ιταλός περιηγητής, Κυριακός Αγκωνιεύς, ο οποίος, μάλιστα αναφέρει και μία επιτύμβια στήλη, σε δεύτερη χρήση ως πλάκα του δαπέδου. Από το παλαιό δάπεδο διασώζεται μαρμάρινη πλάκα με το διακοσμητικό θέμα των πέντε Άρτων. Το ανάγλυφο σχέδιο κοσμούταν με μαραροθέτημα (μικρά κομμάτια από πολύχρωμα μάρμαρα) που σήμερα έχει καταστραφεί.
Σε δεύτερη χρήση είναι οι κίονες και οι ιωνικές βάσεις που χρησιμοποιούνται ως κιονόκρανα.

Ο ζωγραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό του ναού τοποθετείται χρονικά στο β’ μισό του 17ο αιώνα. Δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση με αποτέλεσμα να υπάρχουν κενά και να είναι δυσδιάκριτες πολλές από τις σκηνές που σώζονται.
Μερικές από τις παραστάσεις είναι η Παναγία στον τύπο της Βλαχερνίτισσας στην κόγχη του ιερού, ο Ευαγγελισμός, η Πεντηκοστή, η θεία Λειτουργία στις ζώνες της καμάρας και τα Πάθη του Χριστού που από τα σωζόμενα τμήμα φαίνεται ότι ιστορούταν στον παλαιό νάρθηκα. Η ενσωμάτωση του νάρθηκα στον κύριο χώρο του ναού είναι ίσως υπεύθυνη και για την σπάνια περίπτωση της εικονογράφησης της καμάρας της οροφής του. Παρόλη τη φθορά, διακρίνονται τρία μετάλλια με τις μορφές του Χριστού Εμμανουήλ και της Θεοτόκου στα δύο ακρινά και, πιθανότατα τη μορφή του Χριστού, στο κεντρικό.
Ο ζωγράφος του εικονογραφικού διακόσμου είναι άγνωστος.

Σήμερα η πρόσβαση το ναό της Παναγίας της Κορωνησίας γίνεται εξαιρετικά εύκολη λόγω του αμαξιτού δρόμου που συνδέει την νησίδα με την απέναντι ακτή.

Κάστρο Άρτας

Το κάστρο: Το βυζαντινό κάστρο της Άρτας καταλαμβάνει ύψωμα στην βορειανατολική πλευρά της πόλης και ενσωματώνει τμήματα της αρχαίας οχύρωσης της Αμβρακίας. Η στρατηγική σημασία της θέσης είχε διαγνωστεί από τους αρχαίους Αμβρακιώτες που το συμπεριέλαβαν στην ισχυρή οχύρωση της κάτω πόλης ακολουθώντας τη βόρεια καμπή του Αράχθου. Το κάτω μέρος αυτού του τείχους με τους κολοσσιαίους λαξευμένους λίθους διακρίνεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του βυζαντινού κάστρου που πάτησε πάνω σε θεμέλια και τμήμα της ανωδομής του.
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια σωζόταν η αρχαία οχύρωση σε αρκετό ύψος, ικανό να οριοθετεί την πόλη και να παρέχει προστασία στους κατοίκους. Παρόλο που δεν γνωρίζουμε, ούτε την έκταση της βυζαντινής πόλης, ούτε την πραγματική αμυντική αποτελεσματικότητα των αρχαίων τειχών, φαίνεται ότι η ύπαρξη τους ήταν ένας σημαντικός λόγος που το βυζαντινό κάστρο είναι σχετικά μικρών διαστάσεων. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις της εποχής, όπως τα Γιάννενα, ο Μυστράς, η Μονεμβασιά, οι Ρωγοί κ.ά. δεν περιέβαλε ολόκληρη την πόλη. Ήταν το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο και έδρα των ηγεμόνων του Δεσποτάτου, ενώ οι κάτοικοι κατέφευγαν σ’ αυτό μόνο σε περίπτωση ανάγκης.
Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία το κάστρο της Άρτας χρονολογείται στη μεσοβυζαντινή περίοδο και μαζί με την αρχαία οχύρωση συνέβαλε δυναμικά στην πολεοδομική εξέλιξη της βυζαντινής πόλης. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινής οχυρωματικής τέχνης και εντυπωσιακό κατάλοιπο της μεσαιωνικής Άρτας. Κατά τη διάρκεια των αιώνων δέχτηκε ανακαινίσεις, προσθήκες, επισκευές.
Αποτελείται από τρία μέρη:
1) το κυρίως φρούριο
2) δύο μικρά εξωτερικά περιτειχίσματα κτισμένα σε χαμηλότερο επίπεδο
3) το εσωτερικό οχυρό ή Ακρόπολη που βρίσκεται στα αριστερά της κεντρικής πύλης.

Το σχήμα του είναι ακανόνιστο πολύγωνο (μεγίστου μήκους 280μ. και πλάτους 175μ.) που διακόπτεται ανά 25μ. από ημικυκλικούς, τριγωνικούς ή πολυγωνικούς πύργους, με εξαίρεση το ανατολικό τμήμα που πατά πάνω στο αρχαίο τείχος. Έχει πάχος 2,50 μέτρα. Το ύψος του φτάνει τα 10 μέτρα και στέφεται από επάλξεις, πίσω απ’ τις οποίες υπάρχει ο περίδρομος για τους πολεμιστές. Η τοιχοδομή του είναι απλή, με ακανόνιστα λαξευμένες, μικρές πέτρες και παρεμβολή πλίνθων που έχουν καλυφθεί από μεταγενέστερο κονίαμα. Πιο επιμελημένη βυζαντινή τοιχοποιία, στον τύπο της ισόδομης, πλινθοπερίβλητης, εντοπίζεται στο πάνω τμήμα της δυτικής πλευράς του κάστρου, ενώ στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού οχυρού υπάρχει και πλίνθινη διακόσμηση.
Στο Χρονικό των Τόκκων (14ος -15ος αιώνας) αναφέρεται ότι έξω από την πύλη του κάστρου απλωνόταν η αγορά, το « Μπόριον» ή «Εμπόριον» που πλαισιωνόταν από σπίτια και κήπους και πρέπει να εκτείνονταν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου που οδηγούσε στο κάστρο. Γι’ αυτό και η περιοχή αυτή προσέλκυσε από νωρίς (12ο αιώνας) Εβραίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί και έδωσαν το όνομα στη συνοικία – Εβραίικα.
Κατά την οθωμανική περίοδο το κάστρο έχασε τη σημασία του και για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή όπου φυλακίστηκε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης.

Το Ξενία: Σε κεντρικό σημείο, στο εσωτερικό του κάστρου, βρίσκεται το παλαιό ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ της Άρτας που αποτελεί το σημαντικότερο και πιο πολυσυζητημένο κτήριο του Νομού. Ένα κτήριο μοντέρνο για την εποχή του, κατασκευάστηκε το 1958, με δαπάνη του ΕΟΤ από τον αρχιτέκτονα και καθηγητή ΕΜΠ, Διονύση Ζήβα.
Το ξενοδοχείο περιελάμβανε, μόλις 20 δωμάτια. Στο μεγαλύτερο μέρος του διαμορφωνόταν μεγάλοι χώροι εκδηλώσεων. Έκλεισε οριστικά το 1992.
Μετά από χρόνια εγκατάλειψης που κατέστησε το κτίριο σχεδόν μη επισκέψιμο κατατέθηκε το 2020 αρχιτεκτονική πρόταση (Ξενία 2020) για αξιοποίηση του ΞΕΝΙΑ Άρτας. Η πρόταση αποσκοπεί στην πλήρη αξιοποίηση του κτηρίου και του περιβάλλοντος χώρου, ώστε να φιλοξενεί ποικίλες δράσεις πολιτισμού, ψυχαγωγίας, παιδείας και αναψυχής.
Τέλος, σε χώρο στο εσωτερικό του κάστρου γίνονται κάθε καλοκαίρι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Επισκέψιμο:

– Από 1 έως 17 Σεπτεμβρίου, 08:30-18:30 (καθημερινά)

– Από 18 έως 30 Σεπτεμβρίου, 08:30-17:00 (καθημερινά)

Τηλέφωνο: 2681024636

Οικία Ζορμπά

Η οικία Ζορμπά είναι παλαιά αστική οικία του 19ου αιώνα και το μοναδικό αρχοντικό «ηπειρωτικής» αρχιτεκτονικής που έχει διασωθεί στην πόλη της Άρτας. Βρίσκεται κοντά στο εκθεσιακό κέντρο του Δήμου, Βορειοδυτικά του Κάστρου. Το όνομά της δηλώνει το όνομα του παλαιού ιδιοκτήτη της και ως προς την αρχιτεκτονική, ακολουθεί την τυπική διάταξη της αστικής οικίας της Άρτας.
Η οικία Ζορμπά κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1964 και στη δεκαετία του 1980 στέγασε για λίγα χρόνια τα γραφεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ανακαινίστηκε ύστερα από μια σειρά εργασιών στις οποίες προέβη η Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, στο πλαίσιο του έργου ανάδειξης του μνημείου. Τη δαπάνη του έργου ανέλαβε ο Δήμος Αρταίων, με πρωτοβουλία του δημάρχου κ. Χρήστου Τσιρογιάννη.
Το 2017 η οικία στέγασε φωτογραφική έκθεση με θέμα τις παλαιές κατοικίες της Άρτας που έχουν πλέον κατεδαφιστεί. Διασώζονται μονάχα σε φωτογραφικές αποτυπώσεις των αρχαιολόγων που υπηρέτησαν κατά καιρούς στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπως οι Π. Βοκοτόπουλος, Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δ. Κωνστάντιος, Ε. Χαλκιά, Β. Παπαδοπούλου.
Η οικία Ζορμπά αποτελεί μοναδικό μάρτυρα του αστικού χαρακτήρα της Άρτας κατά την προβιομηχανική περίοδο που εκφράστηκε μέσα από τα «ηπειρώτικα» αρχοντικά. Πολλά τέτοια σπίτια κοσμούσαν την πόλη τα οποία θυσιάστηκαν στο βωμό της ανοικοδόμησης τη δεκαετία του 1960 και ως και το 2000, όπως συνέβη σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Οι γνώσεις για τη δομή τους προέρχονται από τις παλιές φωτογραφίες, αλλά κυρίως από τη λεπτομερή καταγραφή και μελέτη του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Ορλάνδου, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα, όταν ακόμη διατηρούνταν αρκετά από αυτά, όπως η οικία Θάνου και η οικία Ματσούκα. Η οικία Ζορμπά είναι το μόνο δείγμα που επιβεβαιώνει τις παλαιές μελέτες και τις φωτογραφίες.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος της οικίας Ζορμπά , τον οποίο ακολουθούσαν και τα μη διασωθέντα αρχοντικά της πόλης, αποτελείται από το κατώγι (ισόγειο), το ανώγι (όροφο) και την ην αυλή (οβορός) ως αναπόσπαστο στοιχείο του. Το ισόγειο έχει λίθινη τοιχοδομή από μικρούς κανονικούς λίθους και χρησιμοποιούταν ως αποθήκη. Οι αποθηκευτικοί χώροι με τα μικρά σιδηρόφρακτα παράθυρα, οργώνονται δεξιά και αριστερά ενός πλακόστρωτου διαδρόμου (στενό) που οδηγούσε έξω στην ιδιαίτερα φροντισμένη αυλή. Απαραίτητα στοιχεία της αυλής ήταν το πηγάδι και η αλτάνα, ένας εξώστης με καλλωπιστικά φυτά. Ο όροφος, κατασκευασμένος από ξύλινο σκελετό και ξυλοπήχεις επιχρισμένους με κονίαμα (μπαγδατί), αποτελούσε τον χώρο κατοικίας της οικογένειας. Τα δωμάτια (οντάδες) πλούσια διακοσμημένα, με πολλά παράθυρα, διατάσσονται γύρω από στεγασμένο χώρο, ανοιχτό προς την αυλή (κρεββάτα) και είχαν καθορισμένη χρήση. Εκείνα που ήταν προς την αυλή λειτουργούσαν ως χώροι φιλοξενίας, στο βάθος ήταν οι χώροι του ύπνου για την οικογένεια, ενώ υπήρχε ένα καθιστικό και το «χειμωνιάτικο» με το τζάκι για τους χειμερινούς μήνες. Η άνοδος στον όροφο γινόταν από λίθινη αντιθετική κλίμακα (σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχε μόνο ένα σκέλος).

Το 2019 η οικία Ζορμπά παραχωρήθηκε στον φωτογραφικό σύλλογο, Fotoart με την απόφαση 37/22-10-2019 του ΚΑΣ, ύστερα από εισήγηση της κ. Βαρβάρας Παπαδοπούλου, προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας. Έτσι, η παλαιά οικία μπήκε πάλι λειτουργικά στον οικοδομικό ιστό της πόλης και κατέστη πόλος έλξης καλλιτεχνικών δράσεων.

Μονοπάτι της Βίδρας

Το μονοπάτι της Βίδρας είναι ένα παραποτάμιο μονοπάτι στη μέση κοιλάδα του Αράχθου που ενώνει τους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας και υπάγεται στους δήμους Βορείων Τζουμέρκων και Αρταίων. Το μεγαλύτερο τμήμα του εκτείνεται κατά μήκος της δυτικής όχθης του ποταμού. Ξεκινάει από την γέφυρα της Πλάκας, περνάει τη Γέφυρα Τζαρή και καταλήγει στο συγκρότημα υδροκίνησης (νερόμυλος, νεροτριβή, μαντάνι) στον Κάμπο Σκούπας. Στην διαδρομή του, μήκους 17,560 χιλιόμετρα διατρέχει τους οικισμούς, Πλάκα Ραφταναίων, Μονολίθι, Πλατανούσσα, Δαφνωτή και Σκούπα, ενώ τρία κάθετα τμήματα συμπληρώνουν το δ.
Η μετάβαση στο μονοπάτι γίνεται από την Γέφυρα Πλάκας ή αντιστρόφως από τη γέφυρα Τζαρή, από τις προσβάσεις που βρίσκονται στα χωριά, και από τα κάθετες διαδρομές (Α2, Α3 και Α4). Είναι πλήρως σηματοδοτημένο και είναι ασφαλές. Κατά μήκος του υπάρχουν πηγές και βρύσες με νερό, και κιόσκια για την ανάπαυση των περιπατητών.

Οι δράσεις που λαμβάνουν χώρα είναι:
-Πεζοπορία από ορειβατικούς συλλόγους και μεμονωμένους επισκέπτες.
– Επισκέψεις σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από όλη την Ελλάδα, κυρίως στο κάθετο μονοπάτι Α2 Σκούπας.
-Αγώνας ορεινού τρεξίματος (Vidra’s Trail) μία φορά το χρόνο.

Επισκέψιμο: Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (ανοιχτός χώρος)

Τζαμί Φαϊκ Πασά (Ιμαρέτ)

«Ιμαρέτ – Στη σκιά του ρολογιού» έχει τίτλο το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου και αναφέρεται στο οθωμανικό μνημείο της Άρτας.
Το Τζαμί Φαΐκ Πασά, γνωστό και ως Ιμαρέτ είναι, μαζί με το Φεϋζούλ τζαμί, ένα από τα δύο σωζόμενα μουσουλμανικά τεμένη της Άρτας. Βρίσκεται δίπλα στις όχθες του ποταμού Αράχθου, στη θέση Μαράτι, κοντά στο χωριό Γραμμενίτσα, και απέχει περίπου 3 χλμ. από το ιστορικό γεφύρι της πόλης. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από το Ιμαρέτ ονομαζόταν, παλαιότερα Τοπ – Αλτί, λέξη που περιέγραφε όλη την περιοχή που βρισκόταν εντός της ακτίνας βολής των κανονιών που είχαν τοποθετηθεί στο κάστρο.
Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Ορλάνδο το χωριό Μαράτι πήρε το όνομά του από το Ιμαρέτ. Ο Φαΐκ-πασσάς, πρώτος διοικητής της Άρτας μετά την κατάληψή της, το 1449 θέλησε για την υστεροφημία του να κατασκευάσει το Ιμαρέτ (πτωχοκομείο) όπου κατέφευγε μεγάλος αριθμός φτωχών κατοίκων. Μαζί με το πτωχοκομείο ίδρυσε το τζαμί και ένα κτιριακό συγκρότημα που περιελάμβανε μεντρεσέ (εκπαιδευτήριο), χάνι και χαμάμ.
Το τζαμί, όπως και τα περισσότερα τεμένη του ελλαδικού και βαλκανικού χώρου ανήκει στον τύπο Α. Αποτελείται, δηλαδή από μία απλή μονόχωρη αίθουσα τετράγωνης κάτοψης, με μήκος πλευράς, 11,50 μ.. Στεγάζεται με τρούλο, φέρει στην είσοδο προστώο που στηρίζεται με κιονοστοιχία (ρεβάκ) και κυλινδρικό μιναρέ που υψώνεται σε τετράγωνη βάση, στη βόρεια πλευρά.
Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, το τζαμί πιθανόν χτίστηκε πάνω στα ερείπια βυζαντινού ναού αφιερωμένου στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του μεταφέρθηκαν από τον παλαιό βυζαντινό ναό της Παρηγορήτισσας της Νικόπολης, αλλά και από διάφορα αρχαία κτίσματα της Αμβρακίας. Ορισμένα από τα αρχιτεκτονικά μέλη του προστώου προέρχονται από το βυζαντινό ναό της Παναγιάς της Παντάνασσας, ο οποίος ιδρύθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα από τον Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό Δούκα.

Το τζαμί είχε στην κατοχή του, γεωργικές εκτάσεις στα χωριά Βίγλα και Μαρατιοί (τμήμα του σημερινού Πολυδρόσου Άρτας) και καρπωνόταν τα έσοδα από την εκμετάλλευσή τους. Πριν την κατάληψη της Άρτας από τους Οθωμανούς, οι συγκεκριμένες εκτάσεις ήταν ιδιοκτησία της μονής της Παναγίας της Ροδιάς. Ο αριθμός των εκτάσεων ήταν σημαντικός και ο Φαΐκ Πασάς, για να χρηματοδοτήσει το τζαμί, απέσπασε το μεγαλύτερο μέρος.
Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες που συνέλεξε τον 19ο αιώνα ο μητροπολίτης Άρτας, Σεραφείμ Ξενόπουλος, από κάποιον Οθωμανό κάτοικο της πόλης, ο Φαΐκ Πασάς ανέλαβε ο ίδιος τη θέση του ιμάμη στο τζαμί, αφού πρώτα αποσύρθηκε από το στρατιωτικό και πολιτικό του αξίωμα. Αυτό το έπραξε γιατί δεν έβρισκε κανέναν άξιο για το λειτούργημα αυτό μετά το θάνατο του προηγούμενου Ιμάμη που είχε διορίσει ο ίδιος. Παρέμεινε στη θέση αυτή 40 χρόνια, σύμφωνα πάντα με τον Σ. Ξενόπουλο, οπότε και πέθανε το έτος Εγίρας 905, δηλαδή το 1499. Η ημερομηνία αναγράφεται σε επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε στην περιοχή, ένδειξη ότι είναι πιθανόν ο Φαΐκ πασάς να ενταφιάστηκε στο Ιμαρέτ. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, ο μητροπολίτης Άρτας τοποθέτησε την κατασκευή του τζαμιού στο έτος 1455 (860 έτος Εγίρας), δηλαδή την εποχή που σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής. Μάλιστα, η μεγαλοπρέπεια του τζαμιού του Φαΐκ Πασάς ήταν τέτοια που, όπως αναφέρει ο Σ. Ξενόπουλος, ο σουλτάνος έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ένα άλλο τέμενος μέσα του κάστρου της Άρτας και να αφιερωθεί στον ίδιο. Το τζαμί αυτό, όμως, σύμφωνα με άλλους μελετητές, κατασκευάστηκε αργότερα , γύρω στα 1492 – 1493, δηλαδή την εποχή που σουλτάνος ήταν ο Βαγιαζίτ Β΄.

Το τζαμί υπήρξε θέατρο μαχών κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Άρτας. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, στις 14 Νοεμβρίου 1821 ο Μάρκος Μπότσαρης οχυρώθηκε στο τζαμί με 300 άντρες. Μαζί του, στο Μαράτι συντάχθηκαν αρκετοί οπλαρχηγοί, ανάμεσά τους και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Στις 15 Νοεμβρίου οι Τούρκοι ξεκίνησαν αδιάκοπο κανονιοβολισμό κατά του Μαρατιού προκαλώντας σημαντικές απώλειες στην ελληνική πλευρά και τρέποντας σε φυγή αρκετούς στρατιώτες. Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κλείστηκαν στο τζαμί και απέκρουσαν τις επιθέσεις των Τούρκων μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε στα υψώματα του Μαρατιού, ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες και όλοι μαζί απώθησαν τους Τούρκους προς την Άρτα. Ο Παναγιώτης Αραβαντινός επιβεβαιώνει τις μάχες που έλαβαν χώρα στο Μαράτι, αλλά υποστηρίζει ότι πρωταγωνιστής υπήρξε ο Ανδρέας Ίσκος και μετά την επέμβαση του Μάρκου Μπότσαρη, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή.
Το τζαμί αναφέρει στο έργο του ο William Martin Leake, περιηγητής του 19ου αιώνα, πληροφορώντας παράλληλα ότι στο Μαράτι υπήρχαν άφθονες φουντουκιές. Ο François Pouqueville, γάλος περιηγητής και διπλωμάτης (τέλη 18ου αρχές 19ου αιώνα) μας ενημερώνει για τον σημαντικό αριθμό από πορτοκαλιές, λεμονιές, ελαιόδεντρα, αλλά και καλαμώνες που κάλυπταν την περιοχή. Τέλος ο Σεραφείμ Ξενόπουλος παραδίδει ότι το 1884 στην περιοχή γύρω από το τζαμί κατοικούσαν περίπου 10 χριστιανικές οικογένειες και έξι με εφτά Οθωμανοί, οι οποίοι προσεύχονταν στο τέμενος.
Κατά τη διάρκεια του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η περιοχή γύρω από το τζαμί υπήρξε και πάλι πεδίο μαχών ανάμεσα στις ελληνικές δυνάμεις υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Θρασύβουλου Μάνου και τις τουρκικές υπό τον Αχμέτ Χιφσί Πασά. Τον Μάιο του 1897, υπογράφτηκε στην περιοχή του Ιμαρέτ, η πρώτη ανακωχή στο μέτωπο της Ηπείρου και επισημοποιήθηκε στις 3 Ιουνίου στην Άρτα.
Μετά την απελευθέρωση της Άρτας, το τζαμί είχε μετατραπεί σε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο. Το 1938 με βασιλικό διάταγμα το τζαμί ανακηρύχθηκε σε διατηρητέο ιστορικό χώρο.

Φεϊζούλ Τζαμί

Το Φεϋζούλ Τζαμί βρίσκεται στην οδό Αράχθου και Κατσαντώνη, σε μικρή απόσταση από τον ναό της Αγίας Θεοδώρας, μια περιοχή που άνηκε στην συνοικία «Ελιγιασβέη». Το μνημείο πήρε το όνομά του από τον χορηγό της δαπάνης του έργου, κάποιο Οθωμανό με το όνομα «Φεϋζουλλάχ». Μαζί με το τζαμί του Φαΐκ Πασά είναι ένα από τα δύο σωζόμενα μουσουλμανικά τεμένη της Άρτας.
Όπως και το τζαμί του Φαΐκ Πασά, είναι χτισμένο στον τύπο Α, αρχιτεκτονική μορφή που έχουν όλα τα τεμένη του ελλαδικού χώρου. Είναι μονόχωρο με τετράγωνη κάτοψη, μήκους πλευράς, 6,40 μ. και είχε κυλινδρικό μιναρέ που σωζόταν ως το 1917. Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Άρτας του 19ου αιώνα, Σεραφείμ Ξενόπουλο ή Βυζάντιο, το τζαμί οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια χριστιανικού ναού αφιερωμένου στην Αγία Κυριακή.
Ο χρόνος της ανέγερσής του δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Θεωρείται πάντως ότι είναι σύγχρονο του τεμένους του Φαΐκ Πασά, του πρώτου διοικητή της Άρτας μετά την τουρκική κατάκτηση, οπότε θα πρέπει να τοποθετηθεί στον 15ο αιώνα. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι στο μνημείο είχε ταφεί ο σημαιοφόρος του Φαΐκ Πασά, Σουλεϊμάν Μουσταφά.
Τα έσοδα του τεμένους τα έπαιρνε ο Ιμάμης και ανερχόταν στα 1500 – 2000 γρόσια.
Στη διάρκεια των εχθροπραξιών που έλαβαν χώρα στην Ήπειρο στο πλαίσιο του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, καταστράφηκε τμήμα του μιναρέ. Επρόκειτο για μια επίδειξη δύναμης των ελληνικών δυνάμεων προς τις τουρκικές που είχαν στρατοπεδεύσει απέναντι από την πόλη. Το υπόλοιπο τμήμα του μιναρέ κατέρρευσε το 1917.
Έως το 1941, το τζαμί ήταν στην ιδιοκτησία του Οθωμανού Εμίν Μπέη. Το 1962 με υπουργική απόφαση το τέμενος κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος.

Πάρκινγκ (Πλατεία Ναπολέοντα Ζέρβα)

Η πλατεία Ναπολέοντος Ζέρβα βρίσκεται επί της περιφερειακής οδού της Άρτας, απέναντι από το Παραλίμνιο Πάρκο και τον Δημοτικό Χώρο Στάθμευσης. Καταλαμβάνει τον τριγωνικό χώρο που διαμορφώνεται από την περιφερειακή οδό και την καμπύλη πορεία της οδού Κρυστάλλη. Είναι πλακόστρωτη με μικρά τμήματα πρασίνου, κατά τόπους και δέντρα.
Η πλατεία πήρε το όνομά της από τον στρατιωτικό και πολιτικό, Ναπολέοντα Ζέρβα, γνωστό ως αρχηγό του Ε.Δ.Ε.Σ. Το άγαλμά του στέκει πάνω σε ψηλή μαρμάρινη βάση στην κορυφή της πλατείας και το συνοδεύουν αναθηματικές στήλες που έχουν τοποθετηθεί πίσω του, περιμετρικά του δυτικού ορίου του χώρου, προς την οδό Κρυστάλλη.
Πρόκειται για ορειχάλκινο ανδριάντα σε φυσικό μέγεθος. Βρίσκεται σε έντονο βηματισμό προς τα εμπρός, με το δεξί του χέρι λυγισμένο στο πλάι και το αριστερό να τείνει ευθύ με τον δείκτη να δείχνει προς τα Τζουμέρκα, στα βουνά όπου έλαβαν χώρα οι περισσότερες μάχες. Στην ίδια κατεύθυνση ωθείται το σώμα και στρέφεται το βλέμμα του στρατηγού.
Στην κύρια όψη του βάθρου υπάρχει η μεγαλογράμματη επιγραφή:
ΖΕΡΒΑΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ 1891-1957
ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ
Ε.Δ.Ε.Σ Ε.Ο.Ε.Α
1941-1945

Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Ιάσωνα Παπαδημητρίου (Βόνιτσα 1911-Αθήνα 1976), αποφοίτου του τμήματος γλυπτικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Ο Ιάσωνας Παπαδημητρίου είναι επηρεαζόμενος από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό και έχει την πατρότητα πολλών γλυπτών και ηρώων, προτομών, ανδριάντων και ταφικών μνημείων. Ο ίδιος, εξάλλου φιλοτέχνησε και τον ανδριάντα του Γεώργιου Καραϊσκάκη, στην ομώνυμη πλατεία της Άρτας. Το άγαλμα του Ναπολέοντα Ζέρβα θεωρείται από τις πιο ξεχωριστές του δημιουργίες.
Τα αποκαλυπτήρια του έργου έγιναν, παρουσία πολλών κατοίκων στις 27 Απριλίου του 1969.

Οι μαρμάρινες, ορθογώνιες στήλες πίσω από το άγαλμα είναι τοποθετημένες σε χαμηλές βάσεις. Στην όψη τους είναι προσαρμοσμένες ανάγλυφες, μεταλλικές πλάκες που αναγράφουν τις κυριότερες μάχες στις οποίες συμμετείχε η αντιστασιακή οργάνωση του Ναπολέοντος Ζέρβα:
• 23/10/1942 – Κλειδί, με Ιταλικές δυνάμεις
• 25/11/1942 – Ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου από τον ΕΔΕΣ και τον ΕΛΑΣ
• 26/12/1942 – Κούφαλος, με Ιταλικά αποσπάσματα
• 17/01/1943 – Σκουληκαριά, Χοάνη, με Ιταλική δύναμη
• 22/02/1943 – Σκουληκαριά, Κλειδί, με Ιταλική δύναμη
• 09/02/1943 – Πατιόπουλο, Κλειδί, με Ιταλική δύναμη
• 21/05/1943 & 29/09/1943 – Σκάλα Παραμυθιάς, με Ιταλική δύναμη συνεπικουρούμενη από Τσάμηδες
• 21/07/1943 & 03/10/1943 – Μάχες και συμπλοκές όρους Μακρυνόρους στην Αιτωλοακαρνανία με Ιταλικές δυνάμεις
• 25/07/1943 – Ξηροβούνι Ανωγίου, με τη Γερμανική Μεραρχία Εντελβάις
• 30/10/1943 – Βουργαρέλι Άρτας, με τη Γερμανική Μεραρχία Εντελβάις
• 31/10/1943 – Νεράϊδα, με δυνάμεις του ΕΛΑΣ
• 30/05/1944 – Μουριές Κιλκίς, με Βουλγαρική δύναμη
• 03/07/1944 – Αρχάγγελος Φιλιππιάδας, με Γερμανική δύναμη
• 27/06/1944 – Ζάλογγο Πρεβέζης, με Γερμανική δύναμη
• 17/08/1944 – Γέφυρα της Μενίνας Θεσπρωτίας, με Γερμανική δύναμη
• 01/09/1944 – Κανέττα, κατά την πρώτη σύμπτυξη των Γερμανών
• 01/10/1944 – Κανέττα & Δρίσκος, με Γερμανική δύναμη

Ο Ναπολέων Ζέρβας είναι από τα πρόσωπα που σημάδεψαν τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μετέπειτα στρατιωτική και πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Σουλιώτικης καταγωγής, γεννήθηκε στην Άρτα στις 17 Μαΐου 1891. Οι στρατιωτικές του ικανότητες αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής όταν τον Σεπτέμβριο του 1941 ίδρυσε τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ) μαζί με τους Λεωνίδα Σπάη και Ηλία Σταματόπουλο. Επρόκειτο για μία από τις μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις κατά των κατακτητών που σε γενικές γραμμές αντιπροσώπευε τον αστικό, φιλελεύθερο πολιτικό κόσμο, ενώ εξέδιδε και δύο εφημερίδες, την Δημοκρατική Σημαία και την Εθνική Φλόγα. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της οργάνωσης λάμβαναν χώρα, κυρίως στα βουνά της Ηπείρου, τόπο καταγωγής του ιδρυτή της, ενώ συμμετείχε μαζί με τον Ε.Λ.Α.Σ. στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Ο Ε.Δ.Ε.Σ. διαλύθηκε με απόφαση του ιδίου του Ν. Ζέρβα το 1945 και εφόσον είχε σχηματιστεί στην Αθήνα, από δωσίλογους, ο «προδοτικός ΕΔΕΣ» με υποκίνηση του τρίτου πρωθυπουργού της κατοχική κυβέρνησης, Ιωάννη Ράλλη. Ο Ναπολέων Ζέρβας συνέχισε την στρατιωτική και πολιτική του δράση μετά την γερμανική κατοχή συσπειρώνοντας συντηρητικές και ακροσυντηρητικές δυνάμεις. Πέθανε το 1957.
Για την έντονη δράση του στην εθνική αντίσταση τιμάται στην ομώνυμη πλατεία της Άρτας, όπως πληροφορεί και η επιγραφή της βάσης.

Click to listen highlighted text!