Ναός Παναγίας Παρηγορήτισσας

Η εκκλησία της Παρηγορήτισσας, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αναμφίβολα είναι από τα πιο σημαντικά μνημεία της Άρτας και κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Παλαιότερα υπήρξε καθολικό μεγάλου μοναστηριού, από το οποίο σώζονται επίσης η τράπεζα και 16 κελιά. Η σημερινή της μορφή οφείλεται στις εργασίες που έγιναν στο μνημείο από το Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα στα τέλη του 13ου.
Ο πρωτότυπος αρχιτεκτονικός τύπος του ναού συνδυάζει τον οκταγωνικό στο ισόγειο με τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στον όροφο. Ο κυρίως ναός, τετράγωνης κάτοψης και πυργοειδούς μορφής απολήγει ανατολικά σε τρεις τρίπλευρες αψίδες. Δυτικά υπάρχει ορθογώνιος νάρθηκας, ενώ βόρεια και νότια το ναό πλαισιώνουν σε σχήμα Πι δύο συμμετρικά παρεκκλήσια, αφιερωμένα αντίστοιχα στους Ταξιάρχες και τον Αγίου Ιωάννη Πρόδρομο. Χαρακτηριστικό του ναού αποτελεί το πρωτότυπο σύστημα στήριξης του τρούλου, που δεν έχει εφαρμοσθεί σε άλλα μνημεία. Στις οκτώ παραστάδες του ισογείου εδράζονται από δύο επάλληλες καθ΄ύψος σειρές κιόνων, που με τη χρήση προβόλων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι κατά το εκφορικό σύστημα, στηρίζουν με τη βοήθεια τεσσάρων καμαρών τον κεντρικό τρούλο. Πάνω από το νάρθηκα και τα παρεκκλήσια υπάρχει γυναικωνίτης, που επίσης απολήγει ανατολικά σε δύο κόγχες. Περιβάλλει τον κυρίως ναό από τις τρεις πλευρές του και φέρει τρία μεγάλα δίλοβα παράθυρα, που επιτρέπουν την οπτική επαφή με το εσωτερικό του ναού.Σοβαρές ενδείξεις οδηγούν στην άποψη ότι ο γυναικωνίτης παρέμεινε ημιτελής. Ο ναός εκτός από τον κεντρικό τρούλο στεγάζεται με τέσσερις τρουλίσκους στις γωνίες ενώ στον υπόλοιπο χώρο εναλλάσσονται σταυροθόλια και φουρνικά.
Νεότερες έρευνες αποκάλυψαν ότι ο ναός αρχικά (α΄ φάση) ήταν μικρότερων διαστάσεων και κτισμένος στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Η ανέγερσή του συνδέεται με την οικοδομική δραστηριότητα του Μιχαήλ Β Κομνηνού Δούκα και χρονολογείται στα μέσα του 13ου αι. Ο ναός αυτός σωζόταν σε αρκετό ύψος και με διάφορες μετατροπές ενσωματώθηκε στη δομή του σημερινού κτιρίου που οφείλεται στο Νικηφόρο Α.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον για την πολυμορφία και την πρωτοτυπία του παρουσιάζει ο γλυπτός διάκοσμος του μνημείου. Οι μαρμάρινοι αρράβδωτοι κίονες, στις δύο καθ’ ύψος σειρές εσωτερικά, προέρχονται από παλαιότερα κτίρια της αρχαίας πόλης ή της Νικόπολης. Οι περισσότεροι φέρουν ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά κορινθιακού τύπου κιονόκρανα, σε ενδιαφέρουσες παραλλαγές. Διακοσμημένα είναι επίσης και τα τόξα των καμαρών που υποβαστάζουν τον τρούλο. Συγκεκριμένα η δυτική και βόρεια καμάρα διακοσμείται αντίστοιχα με τις ενδιαφέρουσες ανάγλυφες συνθέσεις της Γέννησης και του Αμνού του Κυρίου (συμβολική παράσταση της Σταύρωσης του Χριστού). Κιονίσκοι με οξυκόρυφα τοξύλλια, που θυμίζουν αντίστοιχα γοτθικά, υπάρχουν επίσης στο πάνω μέρος. Υποβαστάζονται σε ανάγλυφα συμπλέγματα που απεικονίζουν πραγματικά ή φανταστικά ζώα, καθώς και ανθρώπινες μορφές με τερατώδη όψη. Ο ανάγλυφος διάκοσμος του ανώτερου τμήματος της Παρηγορήτισσας είναι αναμφίβολα επηρεασμένος από τη δυτική τέχνη και πρέπει να έγινε από δυτικούς τεχνίτες που κλήθηκαν να εργαστούν στην Άρτα από τους Κομνηνοδουκάδες κτήτορες του ναού.
Οι τοίχοι του κυρίως ναού έως το ύψος του γυναικωνίτη ήταν αρχικά επενδεδυμένοι με ορθομαρμάρωση, από πολύχρωμες πλάκες λιγοστές από τις οποίες βρίσκονται ακόμη στη θέση τους κυρίως στη δυτική πλευρά. Το υπέρθυρο πάνω από την δυτική είσοδο κοσμείται με μεγάλο μαρμάρινο τόξο. Ανάμεσα στο ανάγλυφο διάκοσμό του υπάρχει η παρακάτω κτιτορική επιγραφή

Κομνηνοδούκας δεσπότης Νι[κηφ]όρος

Αννα βασίλ[ισσ]α κομνη[οδούκαινα]

Κομνηνόβλαστος δ[εσπότης Θ]ωμάς μέγας

Κομνην[οί Ελ]λάδος α[υτάνακτες] ή Κομνην[ών κ]λάδος α[γγελωνύμων].

Με βάση τα ονόματα που αναγράφονται ο Αν. Ορλάνδος χρονολόγησε την ανέγερση του ναού μεταξύ των ετών 1283 και 1296.
Τα ψηφιδωτά, που διακοσμούσαν τον τρούλο, την ανατολική και νότια καμάρα της στέγης έχουν υποστεί σημαντικές φθορές. Χαρακτηρίζονται για την άριστη τεχνική και τους τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς. Στο ημισφαιρικό θόλο του τρούλου εικονίζεται η μνημειακή μορφή του Παντοκράτορα που περιβάλλεται από δώδεκα Προφήτες, που εναλλάσσονται με Σεραφείμ, Χερουβείμ και τροχούς. Ψηφιδωτά με τις παραστάσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών υπήρχαν και στα τέσσερα λοφία του τρούλου, από τα οποία σώζονται λιγοστά λείψανα.
Τα ψηφιδωτά του τρούλου παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς την απόδοση καθώς η μορφή του Παντοκράτορα με το ζωγραφικό πλάσιμο του προσώπου δείχνει επηρεασμένη από την τεχνική των φορητών εικόνων και έρχεται σε αντίθεση με τους Προφήτες, που χαρακτηρίζονται από μνημειακή αντίληψη και είναι επηρεασμένοι από κλασικά πρότυπα. Οι μορφές με τις άνετες κινήσεις και η ζωντάνια που αποπνέουν, κατατάσσονται στα αριστουργήματά της παλαιολόγειας τέχνης. Τα ψηφιδωτά χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αι και είναι σύγχρονα με την ανέγερση του ναού. Οι παλαιότερες τοιχογραφίες στο ναό χρονολογούνται στις αρχές του 15ου αι. και πρόκειται για μια σπάνια επιτύμβια παράσταση στο βόρειο παρεκκλήσιο. Στο Ιερό οι τοιχογραφίες στην κόγχη χρονολογούνται το 1558, ενώ στους τοίχους του κυρίως ναού και του νάρθηκα οι τοιχογραφίες έγιναν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τα τέλη του 17ου έως και τα τέλη του 18ου αι. εποχές.
Από τα προσκτίσματα της βυζαντινής μονής της Παρηγορήτισσας διατηρούνται σήμερα μια μεγάλη πτέρυγα 16 κελιών και η τράπεζα που λειτουργεί σήμερα ως γλυπτοθήκη. Οικοδομικά λείψανα που βρέθηκαν στη νότια πλευρά του περιβόλου της μονής αποτελούν σημαντικές ενδείξεις ότι η μονή έφερε και στην πλευρά αυτή μια ακόμη πτέρυγα κελιών.

Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου Δρ. Αρχαιολόγος

Επισκέψιμο: Καθημερινές 08:30-15:30 (εκτός Τρίτης)

Τηλέφωνο: 2681028692

 

Ιστορικό Γεφύρι της Άρτας

“Tου γιοφυριού της Άρτας”

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
.
.
.

Το γεφύρι της Άρτας είναι από τα σημαντικότερα ελληνικά γεφύρια, γνωστό, όχι μόνο στην Ελλάδα και τη Βαλκανική, αλλά και σε άλλες χώρες, για την αρχιτεκτονική του αρτιότητα και το θρύλο του πρωτομάστορα.

Ιστορικά: Η ιστορία του γεφυριού αρχίζει πριν τους ρωμαϊκούς χρόνους, πιθανόν από την εποχή του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο (3 αιώνας π.Χ) . Την άποψη αυτή ενισχύει η δόμηση των βάθρων του με μεγάλους λίθους, κατά το ισοδομικό σύστημα. Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά θεωρείται ότι προέρχεται από τον Πλίνιο (1ος αιώνας μ.Χ.). Οι ολιγοήμερες ανασκαφές που διεξάγονται κάθε χρόνο στην κοίτη του ποταμού, όταν διακόπτεται η ροή του, αναμένεται να αποκαλύψουν στοιχεία, τόσο για τα τη θέση της κοίτης κατά την αρχαιότητα, όσο και για το ίδιο το γεφύρι.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων το γεφύρι της Άρτας υπέστη διάφορες επισκευές και προσθήκες. Η τελευταία έγινε το 1612. Η σημερινή του μορφή ανάγεται μεταξύ 1602 και 1606. Σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, μητροπολίτη Άρτας τον 19ο αιώνα, γνωστό και ως Βυζάντιο. Τη χρηματοδότηση της κατασκευής του γεφυριού είχε αναλάβει ο Ιωάννης Θιακογιάννης ή Γυφτοφάγος, παντοπώλης από την Άρτα. Φαίνεται ότι ο χορηγός είχε προσωπικό ενδιαφέρον για το έργο, εφόσον ήταν έμπορος και η εύκολη διάβαση του Αράχθου θα διευκόλυναν τις δραστηριότητές του.

Περιγραφή: Το γεφύρι της Άρτας έχει, σήμερα συνολικό μήκος 142 μ. και πλάτος, 3,75 μέτρα. Οι τέσσερις καμάρες είναι μεγάλες, ημικυκλικές, χωρίς καμία συμμετρία. Το μεγαλύτερο τόξο έχει άνοιγμα 24 μ. και ύψος 11,70. Οι υπόλοιπες έχουν πλάτος: 15.80, 15.40 και 16.20 μ.. και ύψος τόξου, 9.00, 9.60, και 9.30 μ., αντίστοιχα.

Λογοτεχνία και θρύλοι: Ο θρύλος του γεφυριού για τη γυναίκα του πρωτομάστορα που την στοίχειωσε για να το θεμελιώσει, έγινε θέμα πολλών λαογραφικών μελετών και ενέπνευσε πάμπολλα θεατρικά έργα, όπερες, ζωγραφικούς πίνακες και γκραβούρες.
Στην ανατολική άκρη του γεφυριού υπάρχει ο «πλάτανος του Αλή». Λέγεται ότι ο Αλή – Πασάς των Ιωαννίνων κρεμούσε εκεί τους αγωνιστές του 1821 και έπειτα καθόταν στον ίσκιο του και απολάμβανε το μακάβριο θέαμα. Στο γεγονός αυτό αναφέρεται το δημοτικό τραγούδι: «Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζούλες στο νερό; Αλή πασάς επέρασε και δεν μπορώ να πιώ».

 

Επισκέψιμο: Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (ανοιχτός χώρος)

Ναός Μαξίμου του Γραικού

Ο Ι.Ν. του Αγίου Μαξίμου του Γραικού εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2016 στην περιοχή Τρίγωνο της Άρτας. Πρόκειται για τον πρώτο ναό που ιδρύεται προς τιμή του αγίου στην γενέτειρά του. Έργο δαπανηρό και επιβλητικό, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, έχει βαρύνουσα σημασία για την πόλη, καθώς ο Άγιος Μάξιμος είναι από τις σημαντικότερες μορφές του 16ου αιώνα με φήμη που ξεπερνά τα στενά όρια της Ελλάδας. Προσωπικότητα φωτισμένη, σημάδεψε την πνευματική ζωή και την ορθόδοξη θεολογία. Γνωστός ως Άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός, έχει χαρακτηριστεί «μεταρρυθμιστής των Ρώσων», ενώ οι ίδιοι οι Ρώσοι τον αποκαλούν Maksim Grek, δηλαδή Μάξιμος ο Γραικός.
Ο σύγχρονος του, Ρώσος καθηγητής της φιλοσοφίας, Μιχαήλ Γκρομόφ, γράφει γι’ αυτόν: «ως άξιος συνεχιστής του υψηλού ελληνικού πολιτισμού, ο Άγιος Μάξιμος δικαιωματικά έγινε σοφός φιλόσοφος και διάσημος συγγραφέας της ρωσικής γης, που πρόσφερε τα μέγιστα στην εξέλιξη του πολιτισμού μας».
Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου, ενώ το λείψανο του που φυλάσσεται στην εκκλησία, τίθεται σε προσκύνηση από τους πιστούς.
Λίγα λόγια για τον βίο του Αγίου Μαξίμου του Βατοπεδινού ή Γραικού: Ο Άγιος Μάξιμος, ο κατά κόσμον, Μιχαήλ Τριβώλης γεννήθηκε στην Άρτα το 1470 μ.Χ. όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του, Μανουήλ ερχόμενος από τη Σπάρτη-Μυστρά. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη. Οι γονείς του αγίου Μαξίμου ήταν ευγενικής καταγωγής και ιδιαίτερα μορφωμένοι. Οι ρωσικές πηγές τους χαρακτηρίζουν «φιλοσόφους» που σημαίνει τους κατέχοντες ανώτερη μόρφωση, ενώ ο ίδιος ο Άγιος τους χαρακτηρίζει «γνήσιους πιστούς».
Ο μικρός Μιχαήλ μαθήτευσε αρχικά δίπλα στους γονείς του και σε νεαρή ηλικία ταξίδεψε στην Κέρκυρα, στον λόγιο Δημήτριο Τριβώλη, αδερφό του πατέρα του. Εκεί συνέχισε την μόρφωσή του κοντά στον φιλόσοφο, Ιωάννη Μόσχο, μαθητή του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιταλία. Μαθήτευσε στην Ελληνική σχολή της Βενετίας και σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Πάδοβα, της Φλωρεντίας και του Μιλάνου όπου είχε επιφανείς Έλληνες δασκάλους, όπως ήταν ο Ιανός Λάσκαρης, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κ.ά.
Εκάρη μοναχός το 1505-6 στο Άγιον Όρος και έλαβε το όνομα Μάξιμος. Η συνέχεια της ζωής του θα τον βρει στη Ρωσία όπου πήγε μετά από πρόσκληση του τσάρου, Βασιλείου Ιβάνοβιτς, το 1516. Αποστολή του ήταν να μεταφράσει διάφορα λειτουργικά και θεολογικά βιβλία στη σλαβωνική. Για 17 μήνες επιτελούσε επιτυχώς το μεταφραστικό του έργο. Η παραμονή του, όμως στη χώρα πήρε δραματική τροπή μετά τις συκοφαντικές κατηγορίες για αίρεση και μαγεία που εξαπέλυσε εναντίον του ο ηγούμενος της Μονής Βολοκαλάμσκ Δανιήλ. Ο Μάξιμος φυλακίστηκε για πολλά χρόνια υπέμεινε δεσμά, βασανιστήρια και εξορίες. Τελικά το 1551 μεταφέρθηκε στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου, όπου ο ηγούμενος τον περιέβαλε με πολλή αγάπη, εκτιμώντας το πνευματικό του έργο. Εδώ άφησε και την τελευταία του πνοή, στις 21 Ιανουαρίου του 1556.
Ο Άγιος Μάξιμος συνέγραψε πολλά απολογητικά και ερμηνευτικά έργα. Αγιοκατατάχθηκε στις 31 Μαΐου 1988
Με το όνομα του αγίου ιδρύθηκε ορθόδοξο θεολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, το οποίο δραστηριοποιείται στην έρευνα, καταγραφή, διάσωση, διάδοση, προβολή και ανάδειξη του Παγκόσμιου Ορθοδόξου Πνευματικού και Πολιτιστικού Πλούτου και Αποθέματος: Ινστιτούτου “Άγιος Μάξιμος ο Γραικός” Έρευνα διάσωση και προβολή πνευματικών και πολιτιστικών παραδόσεων.

Επισκέψιμο: Καθημερινά πρωινές ώρες και σε συνεννόηση με την ενορία
Τηλέφωνο: 2681026340

Παραποτάμιο Πάρκο

Το Παραποτάμιο Μητροπολιτικό Πάρκο έχει έκταση 165, περίπου στρέμματα και βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Άραχθο, στην ανατολική άκρη της πόλης, πίσω από την πλατεία Κρυστάλλη (σταθμός ΚΤΕΛ).
Η λίμνη γύρω από την οποία διαμορφώθηκε το πάρκο είναι τεχνητή. Η δημιουργία της αποφασίστηκε για να επιλυθούν προβλήματα άρδευσης και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε συνάρτηση με την υποστήριξη του φράγματος Πουρναρίου, που κατασκευάστηκε το 1975 με σκοπό την αξιοποίηση υδάτινων πόρων του ποταμού Αράχθου. Έτσι, το 2000 η ΔΕΗ ανέλαβε να χρηματοδοτήσει και να διαμορφώσει τη λίμνη και το παραποτάμιο πάρκο ως χώρο ανάπλασης και αναψυχής. Στο έργο συνέβαλε αργότερα και ο Δήμος Αρταίων.
Σήμερα η λίμνη αποτελεί ένα μικρό οικοσύστημα που έχει μεταμορφώσει μια, πρώην άχαρη περιοχή στην πλευρά αυτή της πόλης. Δίπλα στο ποτάμι και γύρω από τα τη λίμνη το πάρκο αποκτά φυσικό κάλος, που τα δειλινά ενισχύεται με τα χρώματα και τις αντανακλάσεις τους στα νερά. Τα διάφορα είδη που διαβιούν στη λίμνη (το ψάρεμα απαγορεύεται) μαζί με τις χήνες στις όχθες της συνθέτουν ένα ζωντανό υδροβιότοπο και ένα ευχάριστο περιβάλλον για βόλτα και αναψυχή.
Στο Παραλίμνιο πάρκο συναντά κανείς ποικίλους επισκέπτες. Από ανέμελες παρέες ή πεζοπόρους , περιπατητές και ποδηλάτες, μέχρι, παιδιά που παίζουν ή ταΐζουν τις χήνες και ηλικιωμένους που κάνουν τη βόλτα τους απολαμβάνοντας τη γαλήνη. Δε λείπουν και εκείνοι που συνοδεύουν στον περίπατό τους το κατοικίδιο ζώο τους και άλλοι που με τη φωτογραφική τους μηχανή αποτυπώνουν εικόνες, εκμεταλλευόμενοι την όμορφη θέα της λίμνης και του ποταμού .
Στο χώρο του πάρκου έχουν πραγματοποιηθεί πολιτιστικές εκδηλώσεις και οικολογικές δράσεις. Για παράδειγμα το 2013 το πάρκο ήταν ο τόπος αφίξεως της ποδηλατοδρομίας που πραγματοποιήθηκε για την έναρξη του εφτάωρου μουσικού event «Urban Bike Music Festival». Το 2017 ο πολιτιστικός σύλλογος “Σκουφάς” σε συνεργασία με το Δήμο Αρταίων οργάνωσε στο πάρκο τον εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας με τα Κούλουμα. Επίσης, στο Παραλίμνιο είχε πραγματοποιήσει εκδηλώσεις η μουσική παρέα “Krotal Arta”, μία ομάδα μουσικών που χρησιμοποιούν αποκλειστικά και μόνο κρουστά όργανα, δημιουργώντας πρωτότυπους και μοναδικούς ήχους.
Εκτός από τις εκδηλώσεις πολιτισμού στο πάρκο δραστηριοποιήθηκε , το 2014 η πανελλαδική εθελοντική οργάνωση «Let’s do it Greece» με τη συνεργασία του Δήμου Αρταίων και του Ερυθρού Σταυρού του τμήματος Άρτας, με στόχο την καθαριότητα του Παραλιμνίου. Έκτοτε μαζεύονται δεκάδες εθελοντές φροντίζοντας για την καθαριότητα της περιοχής.
Το Παραποτάμιο Πάρκο της Άρτας, παρόλο που επιδέχεται παραπέρα υποδομές, έχει τις προδιαγραφές ενός πάρκου αναψυχής σαν αυτά που συναντά κανείς στις πόλεις του κόσμου όπου οι κάτοικοι μπορούν να αποδράσουν για λίγο από το βουητό και τη ρουτίνα ή ακόμη να οργανώσουν ποικίλες εκδηλώσεις. Με αυτή τη έννοια, άλλωστε ονομάστηκε «Μητροπολιτικό».

Επισκέψιμο: Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (ανοιχτός χώρος)

Μικρό Θέατρο Αμβρακίας

«ἐν δέ Ἀμβρακία ἱερόν τε τῆς ἀυτής Θεοῡ (Αφροδίτης Αινειάδος) καί ἡρὧον Αἰνείου πλησίον τοῦ μικροῦ θεάτρου, ἐν ᾢ καί ξόανον μικρόν ἀρχαϊκόν Αινείου λεγόμενον»
Διονυσίου Αλικαρνασσέως, Ρωμαϊκή Aρχαιολογία 1.50.4.

Η σαφής αναφορά του Διονυσίου Αλικαρνασσέως τον 2ο μ.Χ. αιώνα για την ύπαρξη και τη θέση του μικρού θεάτρου της Αμβρακίας αποτέλεσε σημαντική πηγή για την ταύτισή του.
Έρευνα : Ανασκάφηκε για πρώτη φορά το 1976, μετά από ολιγόμηνη έρευνα σε οικόπεδο επί της οδού Αγ. Κωνσταντίνου και με αφορμή την εκσκαφή θεμελίων για την ανέγερση νέας οικοδομής. Οι ανασκαφικές εργασίες ξεκίνησαν εκ νέου το 2011 και συνεχίστηκαν στο πλαίσιο του ενταγμένου στο ΕΣΠΑ έργου «Εργασίες Ανάδειξης και Διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου του Μικρού Θεάτρου της αρχαίας Αμβρακίας» (2014-2020)
Θέση: Το μικρό θέατρο, είναι το μικρότερο σωζόμενο θέατρο στον ελλαδικό χώρο που γνωρίζουμε. Βρέθηκε κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο και εντάσσεται στο διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας πόλης όπως φανερώνουν τα δημόσια κτήρια που εντοπίστηκαν στην γύρω περιοχή. Από τα σημαντικότητα είναι ο υστεροαρχαϊκός ναός του Απόλλωνα επί της οδού Βασιλέως Πύρρου, το Μεγάλο Θέατρο στην οδό Τσακάλωφ και το Πρυτανείο, που διατηρείται σε κατάχωση κάτω από την πλατεία και το ναό της Αγίας Θεοδώρας. Επιπλέον, στον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου εντοπίστηκε τμήμα του οικοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης και πλακόστρωτη οδός.
Κατασκευή: Το θέατρο δεν κατασκευάσθηκε σε φυσικό ύψωμα όπως ήταν η συνήθεια, αλλά σε επιχωματωμένο πρανές πάνω στα κατάλοιπα λουτρικού συγκροτήματος με βοτσαλωτά ψηφιδωτά που χρονολογείται στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Ισχυρός αναλημματικός τοίχος στηρίζει και οριοθετεί το θέατρο στα ανατολικά του.
Από το μνημείο έχουν αποκαλυφθεί μέρος του κοίλου και των παρόδων, η ορχήστρα και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου.
Το κοίλο, κατασκευασμένο από καλής ποιότητας ασβεστόλιθο, το διατρέχουν ακτινωτά δύο κλίμακες που το διαιρούν σε τρεις κερκίδες με πέντε σειρές εδωλίων, ενώ είναι πιθανότατη η ύπαρξη άλλης μιας σειρά. Τα εδώλια ήταν λίθινα, ενώ είναι αξιοσημείωτη η απουσία προεδρίας, δηλαδή επισήμων θέσεων στην πρώτη σειρά. Στις δύο πλάγιες κερκίδες σώζονται τρεις σειρές εδωλίων και στη κεντρική τέσσερις.
Η ορχήστρα έχει σχήμα τέλειου κύκλου, με διάμετρο 6,70 μ.
Το προσκήνιο ήταν λίθινο κτίσμα μήκους 10 μ.. Την πρόσοψή του κοσμούσαν πιθανότατα έξι ιωνικοί ημικίονες, ενώ ένας πλακοσκεπής αγωγός ομβρίων υδάτων διέτρεχε όλο του το μήκος.

Χρονολόγηση: Σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία το μικρό θέατρο, χτίστηκε στα τέλη του 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ., κατά την περίοδο της βασιλείας του Πύρρου, δηλαδή κατά την περίοδο της ακμής της Αμβρακίας, όταν η πόλη γίνεται πρωτεύουσα του βασιλείου.
Το μεγάλο θέατρο: Το μεγάλο θέατρο της Αμβρακίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Δεν είναι, όμως δυνατό να αποκαλυφθεί και τα στοιχεία που γνωρίζουμε γι’ αυτό είναι ελάχιστα. Η θέση του έχει εντοπιστεί μέσα στον αστικό ιστό της Άρτας, αλλά δυστυχώς η γειτνίασή του με τα σύγχρονα οικοδομήματα δεν αφήνει κανένα περιθώριο για περαιτέρω εξερεύνηση.

Επισκέψιμο: Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (ανοιχτός χώρος, προς το παρόν γίνονται εργασίες)

Δυτική Νεκρόπολη Αρχαίας Αμβρακίας

Η πόλη: Η Αμβρακία ιδρύθηκε ως αποικία των Κορινθίων το 625 π.Χ. στην εύφορη πεδιάδα που ορίζεται από τα βόρεια πρανή του λόφου της Περάνθης και τον πλωτό ποταμό Άραχθο που την περιτρέχει στο μεγαλύτερο μέρος της. Τη φυσική οχύρωση ενίσχυαν τα τείχη της που υπολογίζονται σε 4.5χλμ, μήκος. Εκτός από τον πλούτο της γης της, η πόλη κατείχε προνομιακή γεωγραφική θέση, καθώς βρισκόταν κοντά στην θάλασσα του Αμβρακικού και στην μόνη διέξοδο της Ηπείρου προς το Νότο. Στο εσωτερικό των τειχών, ο γεωμετρικός πολεοδομικός ιστός διαμόρφωνε μεγάλες οικιστικές νησίδες, διαστάσεων 150Χ30 μέτρων που χωρίζονταν από ευρείς οδικούς άξονες πλάτους, έως 5 μέτρων. Προς τα βορειοδυτικά αναπτύσσονταν οι δημόσιοι χώροι με την αγορά και τους ναούς. Η αρχαία πόλη εντοπίζεται κάτω από τη σημερινή πόλη της Άρτας και καταλαμβάνει το ήμισυ της έκτασής της.
Η δυτική νεκρόπολη και η ιερά οδός: Έξω από τα τείχη της Αμβρακίας, στις ανατολικές και δυτικές παρυφές του λόφου της Περάνθης εκτείνονταν οι δύο νεκροπόλεις που βρίσκονταν σε συνεχή χρήση από την εποχή της ίδρυσης της πόλης μέχρι την παρακμή της. Μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο ήταν το δυτικό νεκροταφείο που ήταν οργανωμένο κατά μήκος της ιεράς οδούς. Η ταφική αυτή λεωφόρος, πλάτους 10-12μ οδηγούσε από την νότια πύλη της οχύρωσης στον Άμβρακο, το επίνειο της πόλης στον Αμβρακικό κόλπο. Στο ανατολικό τμήμα της ήταν πλακόστρωτη με υπερυψωμένο πεζοδρόμιο και στο δυτικό στρωμένη με αδρανή υλικά, όπως χαλίκι, λατύπη και τριμμένο κεραμίδι. Ως σήμερα έχει αποκαλυφθεί τμήμα της κοντά στο Εθνικό Στάδιο, μήκους 300μ.
Την ιερά οδό πλαισίωναν μνημειακοί ταφικοί περίβολοι και ταφές σε διάφορα επίπεδα. Συνηθέστερος τρόπος ταφής ήταν ο ενταφιασμός σε απλό λάκκο ή κιβωτιόσχημο τάφο κατασκευασμένο από ασβεστολιθικές πλάκες. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι συχνά ήταν οικογενειακοί, ενώ συχνή ήταν η καύση του νεκρού. Τα τεφροδόχα αγγεία όπου κατέληγαν τα λείψανα από τις καύσεις τοποθετούνταν σε τετράγωνες ταφικές θήκες ή θάβοντας σε τάφους λακκοειδείς ή κιβωτιόσχημους. Οι νεκροί συνοδεύονταν από κτερίσματα και τους τάφους σήμαιναν επιτύμβιες στήλες όπου αναγράφεται το όνομά τους. Οι ενεπίγραφες αυτές ταφικές στήλες από εγχώριο ασβεστόλιθο αποτελούν μοναδικό σύνολο για τα δεδομένα της Ηπείρου. Χαρακτηριστικό τους είναι η λιτή πλαστική διακόσμηση που περιορίζεται σε κλάδους κισσού, ελιάς ή βελανιδιάς και η συχνή αναγραφή του πατρώνυμου δίπλα από το όνομα του νεκρού. Σπάνια σημειώνεται το εθνικό, το επάγγελμα ή η επίκληση «ΧΑΙΡΕ». Οι επιτύμβιες στήλες της Αμβρακίας κατασκευάζονται μεταξύ 500 και 200 π.Χ από ντόπιους τεχνίτες.
Πολυάνδριο: Από τα σημαντικότερα μνημεία της δυτικής νεκρόπολης είναι το λεγόμενο Πολυάνδριο, ένα κενοτάφιο κοντά στην πύλη της πόλης που διασώζει στην επιγραφή της πρόσοψής του της αρχαιότερη αναφορά στο όνομα της Αμβρακίας.

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννόησης με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας

Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας

Το 1973 ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Συλλογή Άρτας που στεγάστηκε στην ανακαινισμένη Τράπεζα της Μονής Παρηγορήτισσας. Η συλλογή αυτή περιελάμβανε ευρήματα από την Άρτα και την ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, ο τεράστιος όγκος των κινητών ευρημάτων από τις σωστικές ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα κατέστησε επιτακτική την ανάγκη ίδρυσης Αρχαιολογικού Μουσείου στην πόλη, τόσο για την παρουσίαση – έκθεση των σημαντικότερων από αυτά, όσο και για την ασφαλή φύλαξη των υπολοίπων. Έτσι, το 2009 λειτούργησε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας που βρίσκεται κοντά στον ποταμό Άραχθο και το ιστορικό γεφύρι.
Η οργάνωση της μόνιμης έκθεσης του μουσείου βασίστηκε σε σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις που προβάλλουν την καθημερινότητα και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της αρχαίας πόλης. Η μουσειακή αφήγηση σκιαγραφεί την ιστορική διαδρομή της Αμβρακίας μέσω τριών κύριων ενοτήτων. Η πρώτη ενότητα είναι αφιερωμένη στο δημόσιο βίο, η δεύτερη, στα ταφικά έθιμα και η τρίτη, την ιδιωτική ζωή. Τέλος, υπάρχουν άλλες δύο μικρότερες ενότητες, η «εισαγωγή στην έκθεση» με ευρήματα των προϊστορικών και πρώιμων χρόνων και «το τέλος της Αμβρακίας» με ευρήματα σχετικά με την τελευταία εποχή της κορινθιακής αποικίας.

Επισκέψιμο: Καθημερινές 08:30-15:30 (εκτός Τρίτης)

Τηλέφωνο: 2681021191

 

Ναός Αγίου Βασιλείου

Ο βυζαντινός Ναός του Αγίου Βασιλείου της Γέφυρας βρίσκεται στο Τοπ Αλτί, τοπωνύμιο που σημαίνει την περιοχή που βρισκόταν εντός της ακτίνας βολής των κανονιών που είχαν τοποθετηθεί στο κάστρο. Έλαβε το προσωνύμιο «Γέφυρας» γιατί απέχει, μόλις 1 χιλιόμετρο από το ιστορικό γεφύρι και για να διακρίνεται από τον άγια Βασίλειο Αγοράς.

Η πρώτη γραπτή αναφορά στο μνημείο προέρχεται από τον Σεραφείμ Ξενόπουλο ή Βυζάντιο, μητροπολίτη Άρτας τον 19ο αιώνα. Αναφέρεται ότι ο εκκλησία του αγίου Βασιλείου Γέφυρας ήταν, αρχικά το καθολικό μοναστηριού το οποίο ανακαινίστηκε το 1632 από τον ιερομόναχο, Θεόκλητο. Το 1821 λειτούργησε ως ενοριακός ναός, ενώ το 1852 δέχτηκε επεμβάσεις από Αρτινό κάτοικο, τον Δ. Βλάχο. Χτισμένος πάνω στην όχθη του Άραχθου, ο ναός ήταν ευάλωτος στις φθορές και κάποιες φορές επιχωνόταν από τις πλημμύρες του ποταμού. Τον 20ο αιώνα ήταν καταχωμένος σε βάθος έως 2 μέτρα. Ο αρχαιολόγος Π. Βοκοτόπουλος πραγματοποίησε εργασίες ανασκαφής και αποχωμάτωσης το 1969-1970, μελέτησε το μνημείο και το χρονολόγησε στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα διορθώνοντας την αρχική του χρονολογική τοποθέτηση στον 15ο αιώνα. Ο ναός αποτελεί ένα από τα πρώιμα μνημεία των μεσοβυζαντινών χρόνων που ανάγεται στην εποχή πριν την ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μαζί με την ΠανΑγία Κορωνησίας, την Αγία Παρασκευή του Δράκου, την πρώτη φάση του ναού της Αγίας Θεοδώρας κ.ά.

Αρχιτεκτονικά στοιχεία: Ο ναός έχει χτιστεί στον τύπο του ελεύθερου σταυρού όπως και η μεταγενέστερή του εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του Δράκου. Στο σημείο που συναντώνται οι κεραίες του σταυρού υψώνεται επιβλητικός, κυλινδρικός τρούλος με κωνική στέγη. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Γ. Βελένη το επάνω τμήμα του τρούλου είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερης επέμβασης. Έτσι εξηγείται και το, κάπως δυσανάλογο μέγεθός του σε σχέση με το ναό. Η κάτοψη του μνημείου συμπληρώνεται με τον τετράγωνο νάρθηκα, στα δυτικά που προεκτείνει την κάθετη κεραία του σταυρού. Ο νάρθηκας χωρίζεται από τον κυρίως ναό με δύο παραστάδες. Η αψίδα του ιερού είναι κυκλική και φέρει τρίλοβο παράθυρο. Οι καμάρες που διαμορφώνουν τις οροφές καλύπτονται εξωτερικά με δίριχτες στέγες για το βόρειο και νότιο σκέλος και με μονόριχτη, για το δυτικό τμήμα του κυρίως ναού και το νάρθηκα. Η είσοδος στην εκκλησία γίνεται από τη δυτική πλευρά, ενώ το λίθινο δάπεδο κατασκευάστηκε το 1969. Κατά τις ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν ήρθαν στο φως κιβωτιόσχημοι τάφοι στο βόρειο, το νότιο και το δυτικό σκέλος του σταυρού. Νεότερη κατασκευή αποτελεί και η Αγία Τράπεζα.

Εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομή αποτελείται από ακανόνιστους λίθους με κομμάτια πλίνθων ή κεραμιδιών να παρεμβάλλονται ανάμεσά τους, κυρίως σε οριζόντια διάταξη. Την τοιχοποιία κοσμεί κεραμοπλαστικός διάκοσμος που παρατηρείται στον τρούλο και στην ανατολικής αψίδας. Συγκεκριμένα, τα αψιδωτά παράθυρα του τρούλου ορίζονται περιμετρικά με πλίνθινα τόξα που, με τη σειρά τους περιβάλλονται με οδοντωτή ταινία. Λίγο ψηλότερα περιτρέχει τον τρούλο ζώνη αποτελούμενη από διαγώνιες πλίνθους, ενώ οδοντωτή ταινία κοσμεί το παράθυρο της αψίδας.

Ζωγραφικός διάκοσμος: Μετά την αποχωμάτωση του ναού το 1969-1971 αποκαλύφθηκαν τέσσερις στρώσεις τοιχογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν σε διαφορετικές εποχές. Σύμφωνα με την έρευνα, ο πρώτος ναός ήταν άγραφος. Τοιχογραφήθηκε για πρώτη φορά στο β΄ μισό του 13ου αιώνα και αφού είχε μεσολαβήσει η πρώτη του κατάχωση. Η πρώτη αυτή διακοσμητική φάση παρουσιάζει ισχυρή φθορά, διασώζει ωστόσο μεγάλο τμήμα της. Σ’ αυτήν ανήκουν οι τοιχογραφίες του ιερού με κυρίαρχη την μορφή της ΠανΑγίας Πλατυτέρας πλαισιωμένης από δύο αγγέλους. Εντοπίζονται, επίσης οι μορφές ενός αγίου, δύο ιεραρχών και ισάριθμων διακόνων στον τοίχου του τρίλοβου παραθύρου. Αναγνωρίζεται ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, στα αριστερά. Άλλα θέματα που διασώζονται είναι ολόσωμοι μετωπικοί Άγιοι, όπως ο Παντελεήμων, ο Κοσμάς και Δαμιανός κ.ά.

Η δεύτερη φάση τοποθετείται στον 16ο αιώνα και σ΄ αυτήν ανήκει μνημειακή, ολόσωμη μορφή του αγίου Βασιλείου που ευλογεί. Οι δύο νεώτερες φάσεις χρονολογούνται μετά τον 17 αιώνα. Περιλαμβάνουν παραστάσεις όπως οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, η βάπτιση του Χριστού και μορφές αγίων, ολόσωμες και έφιππες.

 

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννόησης με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας / Ενορία Φιλοθέης π. Ιωαν. Καραγιάννης 6945244349
Τηλέφωνο: 2681024636

Ναός Παναγίας Παντάνασσας

Η Παναγία Παντάνασσα βρίσκεται στο βορειότερο άκρο του νομού Άρτας, κοντά στη λίμνη Ζηρού και πάνω στην παλαιά εθνική οδό Ιωαννίνων-Πρεβέζης. Απέχει 17 χιλ. από την Άρτα και 5 χιλ. από τη Φιλιππιάδα.
Μεσοβυζαντινό μνημείο, της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ήταν ένα από τα δύο μοναστήρια που ίδρυσε ο δεσπότης Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός, σε ένδειξη μεταμέλειας για τον έκλυτο βίο που διήγε και την άσχημη συμπεριφορά του απέναντι στην σύζυγό του, μετέπειτα αγία Θεοδώρα. Αυτή είναι η πληροφορία που παραδίδεται από τον μοναχό Ιώβ Μελία (13ος), βιογράφο της αγίας Θεοδώρα.
Το καθολικό της μονής Παντάνασσας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ναούς του Δεσποτάτου. Οικοδομήθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα από τον Μιχαήλ Β΄, ενώ στα τέλη του αιώνα, προστέθηκε το περίστωο που περιβάλλει το ναό, πιθανότατα από το γιο του, Νικηφόρος Α’. Φαίνεται, όμως ότι το μοναστικό συγκρότημα υπέκυψε από νωρίς στην καταστροφική δράση των φυσικών φαινομένων. Τον 15ο αιώνα το καθολικό είχε υποστεί, ήδη σημαντικές ζημιές. Στους επόμενους αιώνες η μονή οδηγήθηκε στην εγκατάλειψη. Μάλιστα ο μητροπολίτης Άρτας, Σεραφείμ Ξενόπουλος (β’ μισού19ου αιώνα) θεωρεί ότι το μοναστήρι καταστράφηκε το 1692. Το 1820 ο Άγγλος περιηγητής, Thomas Hughes γράφει στο βιβλίο του «Travels in Sicily, Greece and Albania» ότι στην περιοχή υπάρχουν ερείπια ναού κάτω από ψηλά δέντρα και ότι οι τοίχοι του σώζονται σε μεγάλο ύψος. Το 1836, το κτιριακά κατάλοιπα τράβηξαν την προσοχή του ηγούμενου της μονής Προδρόμου, Παρθένιου ο οποίο επισκεύασε το μικρό παρεκκλήσι του αγίου Βασιλείου, στη νότια πλευρά του καθολικού. Αυτός είναι και ο λόγος που το μικρό ναΰδριο διασώθηκε στα νεώτερα χρόνια, διατηρώντας ικανοποιητικά στοιχεία για την αποκατάσταση του τρούλου του, που πραγματοποιήθηκε υπό τον καθηγητή Π. Βοκοτόπουλο.
Τα ερείπια του μοναστηριού ταύτισε για πρώτη φορά με την Παναγία Παντάνασσα, ο μητροπολίτης Άρτας, Σεραφείμ Ξενόπουλος, ο Βυζάντιος στα τέλη του 19ου αιώνα. Ως το 1970, παρέμεναν εγκαταλελειμμένα, επιχωμένα και καλυμμένα από πυκνή βλάστηση. Το 1971 ο Π. Βοκοτόπουλος ξεκίνησε εκτεταμένες εργασίες ανασκαφής και μελέτης του καθολικού που διήρκησαν χρόνια. Εκτός από πλήθος κινητών ευρημάτων, αποκαλύφθηκαν σημαντικά στοιχεία για την μορφολογία του ναού που ανασκεύασαν την αρχική εντύπωση για τον αρχιτεκτονικό τύπο που αντιπροσωπεύει. Επιστέγασμα των εργασιών αυτών ήταν η αποκατάσταση του τρούλου του παρεκκλησίου με τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο της τοιχοποιίας του.
Σήμερα τα ερείπια του ναού της Παντάνασσας δεν επιτρέπουν στον επισκέπτη να ανασύνθεσή του. Αμυδρά υποδηλώνεται το αρχικό μεγαλείο του μεγάλου κτίσματος και σίγουρα το μικρό παρεκκλήσι του αγίου Βασιλείου είναι μάρτυρας της πρώτης, επιβλητικής του εικόνας.

Αρχιτεκτονική: Σύμφωνα με τον Π. Βοκοτόπουλο το καθολικό του μοναστηριού της Παναγίας Παντάνασσας, με συνολικές διαστάσεις κάτοψης 27,30Χ15μ, περίπου, ανήκει σε σπάνια παραλλαγή του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με σαφείς επιδράσεις από την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης.
Πέντε συνολικά τρούλοι διαμορφώνονταν στις οροφές του. Ο μεγάλος, κεντρικός τρούλος υψωνόταν στο σημείο που συναντιόνταν οι κεραίες του σταυρού. Οι κίονες που τον στήριζαν στο εσωτερικό ήταν ανάλογου μεγέθους. Τρεις από τις βάσεις αυτών των κιόνων βρέθηκαν στις ανασκαφικές εργασίες. Οι άλλοι τέσσερις τρούλοι, γύρω από τον κεντρικό, ήταν μικρότεροι και κάλυπταν τους γωνιαίους χώρους.
Το ιερό ήταν τριμερές, είχε δηλαδή αυτόνομους χώρους που ορίζονταν με κάθετους τοίχους και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με θυραία ανοίγματα. Στα ανατολικά διαμορφώνονταν τρεις κόγχες.
Στα δυτικά του καθολικού, ο νάρθηκας είχε τρία θυραία ανοίγματα για να επικοινωνεί με τον κυρίως ναό και δύο εισόδους, μία στη βόρεια και μία στη νότια πλευρά. Τον ναό περιέβαλε το περίστωο, πιθανό έργο του Νικηφόρου Α’ και της συζύγου του Άννας Παλαιολογίνας. Η μεγάλη στοά σε σχήμα Π περιέτρεχε όλες τις πλευρές του καθολικού. Στα ανατολικά της άκρα διαμορφωνόταν δύο τρουλαία παρεκκλήσια. Το βόρειο δεν είναι γνωστό που ήταν αφιερωμένο. Το νότιο του αγίου Βασιλείου έχει διασωθεί ως σήμερα. Το περίστωο στηριζόταν σε διπλή κιονοστοιχία, στη νότια και δυτική πλευρά και σε πεσσούς, στη βόρεια.

Επιγραφές: Σε έναν από τους δύο κίονες που αναστηλώθηκαν από τη δυτική πλευρά του περιστώου διακρίνονται δύο επιγραφές: Η μία «Ιω(άννης) Δεσπότ(ης)/ Σπάτας» αναφέρεται στον Αλαβανό, Γκίνη (Ιωάννη) Μπούα Σπάτα που υπήρξε δεσπότης της Άρτας μεταξύ 1374 και 1399. Η δεύτερη βρίσκεται στα αριστερά της: «Κ(ύρι)ε Ι(ησο)ύ Χ(ριστ)έ Υιέ Θ(ε)ού».
Σε άλλη επιγραφή στον βορειοδυτικό κίονα υπάρχει χαραγμένο το όνομα: «ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΟΥΝΙΛασ».
Τέλος, σε πλίνθινη πλάκα, που βρέθηκε στις ανασκαφικές εργασίες, πιθανότατα προερχόμενη από το περίστωο υπάρχει εγχάρακτο το όνομα του Νικηφόρου Α’.
Τοιχοποιία και εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομία του ναού ακολουθούσε, στο μεγαλύτερο μέρος, το πλινθοπερίκλειστο βυζαντινό σύστημα, δηλαδή λίθοι που περιβάλλονται από μία ή δύο σειρές πλίνθων. Οι εξωτερικοί τοίχοι του καθολικού κοσμούταν από τρεις σειρές αψιδωμάτων, σαφές στοιχείο επιδράσεις της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης. Από τις πλίνθους που αποκαλύφθηκαν στην ανασκαφή ανακαλούνται στοιχεία του πλούσιου κεραμοπλαστικού διακόσμου, όπως αβακωτές ζωφόροι, οδοντωτές ταινίες κά.

Γλυπτός διάκοσμος: Τα πλούσια ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας αποκάλυψαν ένα ενδιαφέρον σύνολο γλυπτού διακόσμου από το εσωτερικό του ναού που χαρακτηρίζεται από ποιότητα και ποικιλία.
Αρχικά είναι τα κιονόκρανα (λιγοστά βρέθηκαν ολόκληρα) από τον κυρίως ναό και το περίστωο που προέρχονται από παλαιοχριστιανικά και αρχαία κτήρια. Αξιοσημείωτα είναι τα ίχνη επιχρύσωσης που διασώζονται σε αρκετά τμήματα, ενώ παρατηρούνται πολλές ομοιότητες με τα κιονόκρανα της αγίας Θεοδώρας, στην Άρτα.
Μια άλλη κατηγορία γλυπτών αποτελεί η μαρμάρινη διακόσμηση των πυλώνων στις εισόδους του ναού, έντονα επηρεασμένη από την ρωμανική, μεσαιωνική τέχνη της Ευρώπης.
Τέλος, στη βυζαντινή τεχνοτροπία κατατάσσονται τα ανάγλυφα που προέρχονται, κυρίως από το τέμπλο και τα προσκυνητάρια του ναού.

Τοιχογραφίες: Από τις τοιχογραφίες του ναού σήμερα σώζονται μόνο λιγοστά σπαράγματα. Αναγνωρίζονται συλλειτουργούντες ιεράρχες στο βόρειο και νότιο τοίχο, ολόσωμοι άγιοι με ειλητάρια (περγαμηνές) και ζώνη με γεωμετρικό διάκοσμο.
Ξεχωριστή και με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον είναι η παράσταση της Παναγίας με τον Χριστό μπροστά στο στήθος που στέφει ζεύγος ηγεμόνων με δύο παιδιά. Η επιγραφή ενημερώνει ότι πρόκειται για τον δεσπότη Νικηφόρο Α (1269-1296), την σύζυγό του Άννα και τα δύο τους παιδιά.
Το καθολικό έφερε τοιχογραφίες και στους εξωτερικούς τοίχους όπως δείχνουν λιγοστά ίχνη.

Η περιοχή της Παντάνασσας χρησιμοποιήθηκε μετά την ερήμωση του καθολικού ως κοιμητήριο όπως αποδεικνύουν αρκετές ταφές γύρω από το ναό. Παλαιότερα είχε βρεθεί κοντά στη μονή μεγάλος παλαιοχριστιανικός άμβωνας (σήμερα στην Αρχαιολογική Συλλογή της Παρηγορίτισσας). Δεν μπορούμε, όμως να γνωρίζουμε, ούτε από ποια εκκλησία προέρχεται, ούτε αν χρησιμοποιήθηκε στην μονή.

Click to listen highlighted text!