Ναός Αγίας Θεοδώρας

Ο ναός της αγίας Θεοδώρας βρίσκεται στο κέντρο της Άρτας. Η περιοχή ταυτίζεται με το πολύβουο κέντρο της βυζαντινής πρωτεύουσας, στη συνοικία της κάτω πόλης.
Πρόκειται για ένα από τα πλέον σημαντικά μνημεία της Άρτας, όχι μόνο για τη μορφολογία του, αλλά, κυρίως γιατί αυτός ο ναός είναι σαν ζωντανή σύνδεση της σημερινής πόλης με το βυζαντινό παρελθόν της, αφού είναι αφιερωμένος στην βασίλισσά της, την δική της Αγία Θεοδώρα. Η εκκλησία έχει ξεχωριστή, συναισθηματική διάσταση για τον Αρτινό, καθώς τον δένει με τον παρελθόν του σαν ένα είδους μυστικής σχέσης, μια εσωτερική επικοινωνία με τους δημιουργούς, τους ανθρώπους του Δεσποτάτου και τα σύμβολά του. Για τον επισκέπτη αυτή η σχέση γίνεται εμφανής καθώς παρασύρεται από τον κόσμο του μνημείου που του ανοίγει ένα παράθυρο στους χρόνους της ακμής του Δεσποτάτου.

Γραπτές αναφορές-μελέτες: Οι γραπτές μαρτυρίες για το ναό, κατά την βυζαντινή περίοδο, προέρχονται από τον μοναχό Ιώβ Μελία (13ος αιώνα), σύγχρονο του ηγεμόνα Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα και βιογράφο της Αγίας Θεοδώρας, συζύγου του δεσπότη. Το μνημείο αναφέρεται πάλι σε κειμενικές μαρτυρίες τον 17ο αιώνα από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή που πληροφορεί ότι η εκκλησία είχε μεγάλο πλούτο αφιερωμάτων που προερχόταν από όλη την Φραγκιά, τόσο που οι τουρκικές αρχές εισέπρατταν δικαιώματα φύλαξης. 200 ιερείς υπηρετούσαν στην εκκλησία και προσέφεραν τροφή και στέγη στους περαστικούς.
Το ναό μελέτησε συστηματικά και δημοσίευσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος το 1936, ενώ είχε προηγηθεί εκτενής μελέτη του G Millet. Παλιότερα είχαν ασχοληθεί με το μνημείο ο Γ. Λαμπάκης και ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος που στα τέλη του 19ου έκανε τα πρώτα σκαριφήματα.

Ιστορία και χρονολόγηση: Η ανέγερση του ναού ανάγεται στα μεσοβυζαντινά χρόνια πριν την ίδρυση του Δεσποτάτου. Ήταν το καθολικό μοναστηριού αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Χρονολογείται στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα, κατά άλλους στο τέλος του 11ου, και είναι χτισμένη πάνω στο πρυτανείο της αρχαίας Αμβρακίας όπως απέδειξε πρόσφατη (2019) ανασκαφική έρευνα της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Η μοναστική κοινότητα ήταν γυναικεία. Στο μοναστήρι έζησε η βασίλισσα Θεοδώρα τα τελευταία χρόνια της ζωής της, αφού πρώτα εκάρη μοναχή και ανακαίνισε το καθολικό που μετά την αγιοκατάταξή της αφιερώθηκε στη μνήμη της. Σήμερα είναι ο ναός της Αγίας Θεοδώρας, πολιούχου της Άρτας και γιορτάζει στις 11 Μαρτίου.
Λίγα λόγια για τον βίο Αγίας Θεοδώρας: Η Θεοδώρα ήταν σύζυγος του Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα, νόθου γιου του ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού, από τον οίκο των Αγγέλων. Κόρη του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλείφα είχε νορμανδοϊταλική καταγωγή. Η οικογένειά της ήταν ένας από τους εξελληνισμένους κλάδους των απογόνων του Πέτρου, γιού ή αδερφού του άρχοντα Αλείφα, στην Καζέρτα της Ιταλίας που εγκαταστάθηκε στην βυζαντινή επικράτεια πολεμώντας στο πλευρό του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Ο Μιχαήλ Β’ τη γνώρισε στην Σερβία όπου ζούσε με την οικογένειά της. Όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της, η Θεοδώρα εξορίστηκε λίγα χρόνια μετά τον γάμο της, επειδή ο ηγεμόνας άρχισε να ενδιαφέρεται για άλλη γυναίκα, μια αρτινή αρχόντισσα και γενικότερα διήγε έκλυτο βίο . Μη μπορώντας ν΄ ανεχθεί τη συμπεριφορά του συζύγου της περιπλανήθηκε στην ύπαιθρο όπου ζούσε σε απόλυτη φτώχεια. Σύμφωνα με το βιογράφο της, την βρήκε ένας ιερέας σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, να μαζεύει χόρτα, όπως γράφει χαρακτηριστικά. Σ’ αυτόν αποκάλυψε την ταυτότητά της και την πήρε υπό την προστασία του στο χωριό που ήταν εφημέριος, στην Πρένιστα, σήμερα Κορφοβούνι Άρτας. Μετά από 5 χρόνια εξορίας και υπό την πίεση που άσκησαν οι Αρτινοί στον ηγεμόνα, η Θεοδώρα αποκαταστάθηκε στη θέση της. Οι κάτοικοι της Άρτας με την υποστήριξη των αρχόντων εξεγέρθηκαν κατά του Μιχαήλ Β΄ εξοργισμένοι με τη άστατη ζωή που έκανε και τη συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγο του. Ο δεσπότης έφερε πίσω τη Θεοδώρα στη βασιλική της θέση και σε ένδειξη ειλικρινούς μετάνοιας ίδρυσε το μοναστήρι της Κάτω ΠανΑγίας και της ΠανΑγίας Παντάνασσας, κοντά στην Φιλιππιάδα.
Η Θεοδώρα Πετραλείφα ήταν σημαντική προσωπικότητα και έπαιξε βασικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του Δεσποτάτου. Μεγάλη ήταν η συμβολή της στην υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Δεσποτάτου της Ηπείρου με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας . Με πρόσχημα τον γάμο του γιου της, Νικηφόρου με την κόρη του Αυτοκράτορα της Νίκαιας, Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη, επισκέφτηκε την πόλη δύο φορές και πρωτοστάτησε στις διαπραγματεύσεις, πετυχαίνοντας για ένα διάστημα την ειρηνική συνύπαρξη των δύο παραδοσιακών εχθρών.
Φύση πνευματώδης η Θεοδώρα έμεινε στην ιστορία για το φιλανθρωπικό της έργο. Μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή και αποσύρθηκε στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου ως το τέλος της ζωής της. Πεθαίνοντας ενταφιάστηκε στο καθολικό της μονής που αργότερα αφιερώθηκε στο όνομά της. Οι κάτοικοι δεν έπαψαν ποτέ να σχετίζονται με την Αγία που την ανέδειξαν σε πολιούχο τους.

Αρχιτεκτονική:
Α΄φάση: Το καθολικό ανήκει στην πρώτη οικοδομική φάση του μνημείου και ακολουθεί τον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής. Ο ανατολικός τοίχος του απολήγει σε τρεις φαρδιές, τρίπλευρες αψίδες. Το ιερό είναι τριμερές, φέρει δηλαδή δύο εγκάρσιους τοίχους με θυραία ανοίγματα που χωρίζουν το Ιερό Βήμα από την πρόθεση και το διακονικό. Ο κυρίως ναός χωρίζεται, εσωτερικά σε τρία κλίτη που ορίζονται με κιονοστοιχίες. Το κεντρικό κλίτος εξέχει πολύ πιο πάνω από τα πλαϊνά και στεγάζεται με δίριχτη στέγη. Τα χαμηλά πλαϊνά κλίτη καλύπτονται από μονόριχτες σκεπές και φέρουν από οχτώ δίλοβα παράθυρα.
Ακολουθούν άλλες δύο οικοδομικές φάσεις.
Β’ φάση: Η μία και βασικότερη, χρονολογείται στην περίοδο της ακμής του Δεσποτάτου, γύρω στο 1270 όταν η βασίλισσα Θεοδώρα ανακαίνισε το ναό. Τότε προστέθηκε, καθώς φαίνεται ο τριμερής, καμαροσκέπαστος νάρθηκας, στα δυτικά. Στο κέντρο της οροφής του φέρει χαμηλό τρούλο. Έχε τρεις εισόδους, δυτικά βόρεια και νότια και τρία θυραία ανοίγματα, εσωτερικά για την επικοινωνία του με τον κυρίως ναό. Το νότιο άνοιγμα είναι, σήμερα φραγμένο από τον τάφο της Αγίας Θεοδώρας. Εξωτερικά στην δυτική του πλευρά διαμορφώνονται τρία αετώματα. Το κεντρικό φέρει δίλοβο παράθυρο και υψώνεται μπροστά από τον χαμηλό τρούλο, μια ιδιορρυθμία που παρατηρείται και στο καθολικό της μονής Βλαχέρνας που χρονολογείται την ίδια εποχή.
Στις οικοδομικές επεμβάσεις της Αγίας Θεοδώρας οφείλεται πιθανότατα η προσθήκη των δύο μεγάλων, οξυκόρυφων αετωμάτων στον ανατολικό και στα δυτικό τοίχο του κεντρικού κλίτους. Τα αετώματα προβάλλουν πάνω από το επίπεδο της στέγης και φέρουν από ένα δίλοβο παράθυρο.
Έργο του 13ου αιώνα είναι και ο οξυκόρυφος πυλώνας που βρίσκεται σε μικρή απόσταση, νότια του ναού με τον χαρακτηριστικό, πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο της εποχής.
Γ΄φάση: Η επόμενη και τελευταία φάση ανάγεται στο τέλος του 13ου αρχές του 14ου αιώνα και περιλαμβάνει την πρόσθεση ανοιχτής στοάς, σε σχήμα Π που περιέτρεχε την δυτική πλευρά του νάρθηκα και μέρος της βόρειας και νότιας πλευράς του καθολικού. Σήμερα σώζεται μόνο η νοτιοδυτική γωνία και η νότια πεσσοστήρικτη πλευρά της.
Στην ανασκαφική έρευνα του 2019 αποκαλύφθηκαν αρκετά στοιχεία της στοάς , και του περιβάλλοντα χώρου του ναού.
Τοιχοδομία-εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομία του ναού αποτελείται από ακανόνιστους λίθους ανάμεσα στους οποίους τοποθετούνται πλίνοι σε οριζόντια, ακανόνιστη διάταξη. Σε αντίθεση με τους λιτούς τοίχους του καθολικού, ενδεικτικό της πρώιμης χρονολόγησής του, τα ψηλά αετώματα του κεντρικού κλίτους παρουσιάζουν έντονο κεραμοπλαστικό διάκοσμο που γεμίζει την τοιχοποιία και περιβάλλει τα δίλοβα παράθυρα. Οδοντωτές ταινίες, διαδοχικές πλίνθοι και κοσμήματα από σπασμένα αγγεία είναι μερικά δείγματα του πυκνού στολισμού. Πολλές ζώνες κεραμοπλαστικού διακόσμου περιτρέχουν και την τοιχοποιία του νάρθηκα που τοποθετείται στην ίδια εποχή (13ος ). Ταινίες με σταυρούς, ήλιους και μαιάνδρους, τεθλασμένες γραμμές και δικτυωτό πλέγμα είναι κάποιες από αυτές.

Εσωτερικός διάκοσμος:

Γλυπτά: Ο πλαστικός διάκοσμος εσωτερικά αφορά, κυρίως τις κιονοστοιχίες, τον κιονίσκο του δίλοβου παραθύρου της κόγχης και τα θραύσματα από τα θωράκια του παλαιού μαρμάρινου τέμπλου, όλα από μάρμαρο.

Κίονες και κιονόκρανα των κιονοστοιχιών βρίσκονται σε δεύτερη χρήση, αφού χρονολογούνται στα πρωτοχριστιανικά χρόνια (5ος -6ος αιώνας) και προέρχονται πιθανότατα από κτίσματα της βυζαντινής Νικόπολής. Οι κίονες είναι αράβδωτοι και τα κιονόκρανά τους δυσανάλογα μεγάλα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτά της βόρειας κιονοστοιχίας που εκτός από τον φυτικό διάκοσμο προβάλλουν και ανδρικές ιματιοφόρες μορφές σε στάση ρήτορα, εικονογραφία που ανάγεται σε αρχαία πρότυπα.

Το κιονόκρανο στον κιονίσκο του παραθύρου της κόγχης φέρει ανάγλυφο σταυρό με την συντετμημένη επιγραφή IC-XC.

Εξαιρετικής τέχνης ήταν το παλαιό μαρμάρινο τέμπλο που από την τεχνική και την θεματολογία του χρονολογείται στην ίδρυση του καθολικού (11ος-12ος αι.). Σήμερα μπορούμε να το αναπαραστήσουμε με σχετική ακρίβεια από τα τμήματα που έχουν διασωθεί. Κάποια κομμάτια, κυρίως από τα θωράκια βρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή της Παρηγορήτισσας , ενώ τμήματα του επιστηλίου του είναι εντοιχισμένα στις παραστάδες της πρόθεσης και του διακονικού. Το επιστήλιο διακοσμείται με φυτικά θέματα μέσα σε εναλλασσόμενα κυκλικά και τετράγωνα πλαίσια. Το τέμπλο είχε δύο μεγάλα θωράκια που πλαισίωναν την Ωραίας Πύλη. Σ’ αυτά αποδίδονταν ανάγλυφα συμβολικά θέματα. Στα δεξιά εικονιζόταν μετωπικός αετός με ανοιγμένα φτερά (σώζεται σχεδόν ολόκληρος) και στα αριστερά μοσχάρι που κατασπαράσσεται από άγριο ζώο, εικονογραφικό θέμα γνωστό από τα προκλασικά, αρχαία χρόνια ως πάλη των ζώων. Οι παραστάσεις των θωρακίων (το δεύτερο σώζεται κατά το ήμισυ) αποδίδονται με την επιπεδόγλυφη τεχνική, όπου ο διάκοσμος διαμορφώνεται με το σκάλισμα του βάθους και ήταν διακοσμημένες με κηρομαστίχη (μίγμα κεριού, μαρμαροκονίας και κόκκινου χρώματος), όπως μαρτυρούν ελάχιστα σωζόμενα ίχνη.

Τοιχογραφίες: Οι τοίχοι του ναού καλύπτονται από τοιχογραφίες. Ωστόσο οι φθορές που έχουν, κυρίως λόγω της αιθάλης των κεριών κάνουν δύσκολη τη χρονολογική τους τοποθέτηση. Πιθανότατα το μεγαλύτερο μέρος τους ανάγεται στον 18ο αιώνα. Είναι, όμως σαφές ότι καλύπτουν παλαιότερο εικονογραφικό πρόγραμμα του 13ου αιώνα στο οποίο πρέπει να ανήκουν οι προφήτες που εικονίζονται δεξιά και αριστερά των παραθύρων των αετωμάτων.

Ο τάφος της Αγίας Θεοδώρας: Ο τάφος της Αγίας Θεοδώρας, σήμερα κενοτάφιο, βρίσκεται στα αριστερά της κυρίας εισόδου και ανασυγκροτήθηκε το 1873, μετά την ανακομιδή των λειψάνων της που έγινε κατ’ εντολή του Μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ του Βυζάντιου. Λέγεται ότι ο μητροπολίτης προέβη στο εγχείρημα επειδή διαδίδονταν ότι τα οστά της Αγίας είχαν κλαπεί από του Φράγκους.
Ο τάφος αποτελείται από μαρμάρινη, ψηλή βάση πάνω στην οποίοι πατούν περιμετρικά, έξι κίονες που στέφονται στην κορυφή με επιστήλιο. Στη δυτική πλευρά της βάσης υπάρχει η γνωστή ανάγλυφη, παράσταση με την Θεοδώρα και μια μικρότερη σε κλίμακα ανδρική μορφή, κάτω από τόξο και πλαισιωμένες με δύο μορφές αγγέλων σε προτομή. Έχει θεωρηθεί ότι η Αγία συνοδεύεται εδώ από τον γιο της, Νικηφόρο. Κατά άλλους, όμως πρόκειται για τον ίδιο τον δεσπότη Μιχαήλ Β’ που εικονίζεται σε μικρότερη κλίμακα για να εξαρθεί το ήθος και το ανάστημα της Θεοδώρας.

Σήμερα, τα οστά της Αγίας φυλάσσονται σε αργυρή λάρνακα στο διακονικό του ιερού που έχει μετατραπεί σε προσκύνημα, ιδιαίτερα δημοφιλές στην ευρύτερη περιοχή της Άρτας. Η λάρνακα κατασκευάστηκε το 1962 σε γιαννιώτικο εργαστήριο αργυροχοΐας.

Επισκέψιμο: Καθημερινά πρωινές ώρες ως 13:00 και απογευματινές ώρες 17:30-20:00 (εκτός Κυριακής απόγευμα)
Τηλέφωνο: 26810 26138

Ναός Αγίου Βασιλείου

Ο Ναός του Αγίου Βασιλείου βρίσκεται μέσα στον οικοδομικό ιστό της Άρτας, στη συνοικία της αγοράς και λίγο βορειότερα από το ναό της Αγίας Θεοδώρας. Λόγω της θέσης του, αλλά και για να διακρίνεται από τον Άγιο Βασίλειο της Γέφυρας έλαβε το προσωνύμιο «της αγοράς».
Στον περίβολο του ναού ιδρύθηκε το 1662 ανώτερη Ελληνική Σχολή , η λεγόμενη και σχολή Μανωλάκη. Ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της, τον πλούσιο Καστοριανό γουνέμπορο, Φίλιππο Μανωλάκη. Η σχολή χτίστηκε με την προτροπή του πατριάρχη Ιεροσολήμων, Νεκταρίου και λειτούργησε ως το 1821 που κάηκε ο ναός. Σε αυτή δίδαξαν ονομαστοί λόγιοι της εποχής, όπως ο Σωφρόνιος Λειχούδης, ο Παΐσιος Μεταξάς και ο Γεράσιμος Παλλαδάς.
Το ναό μελέτησε και αναστήλωσε το 1936 ο Α. Ορλάνδος.

Χρονολόγηση: Σύμφωνα με τη νεώτερη έρευνα και λόγω των ομοιοτήτων που παρουσιάζει με βυζαντινά μνημεία της εποχής, ο ναός τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 13ου αιώνα.

Αρχιτεκτονική: Ο ναός, διαστάσεων 9,38Χ4,08μ ήταν αρχικά μια μονόχωρη ξυλόστεγη βασιλική. Λίγο αργότερα, ίσως το 1300, προστέθηκαν στις μακριές πλευρές της πτέρυγες με τα παρεκκλήσια των αγίων Χρυσοστόμου και Γρηγορίου στις ανατολικές τους άκρες. Έτσι, το αρχικό απλό κτίσμα αποκτά μορφή τριμερούς διαίρεσης. Η αψίδα του κεντρικού, αρχικού χώρου είναι τρίπλευρη με αμβλείες τις πλευρές, ενώ η κόγχη του διακονικού διαμορφώνεται στο πάχος του τοίχου. Η στέγη είναι δίριχτη με το ανατολικό αέτωμα και τον δυτικό τοίχο να εξέχουν πάνω από το επίπεδό της. Η αρχιτεκτονική αυτή ιδιομορφία συναντάται σε μνημεία αυτής της εποχής όπως είναι ο ναός της Αγίας Θεοδώρας. Στη δυτική πλευρά του ναού υπήρχε παλαιότερα προστώο , πιθανόν ξυλόστεγο.

Οι πτέρυγες που πλαισιώνουν το ναό χωρίζονται με εγκάρσιους τοίχους σε τρεις χώρους. Οι μεσαίοι στεγάζονται με καμάρα και οι ακρινοί με χαμηλότερες μονόριχτες στέγες. Οι κόγχες τους στα ανατολικά είναι πεντάπλευρες και εμφανώς μικρότερες από την κεντρική.
Η είσοδος στην εκκλησία γίνεται από τα δυτικά, ενώ με θυραία ανοίγματα επιτυγχάνεται η επικοινωνία του κυρίως ναού με τα παρεκκλήσια στον εσωτερικό χώρο.

Εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομία ακολουθεί το βυζαντινό πλινθοπερίκλειστο σύστημα (λαξευμένοι δόμοι που περιβάλλονται από πλίνθους) και φέρει πλούσια κεραμοπλαστική διακόσμηση, κυρίως στην ανατολική και βόρεια πλευρά. Πλίνθινες ζώνες με μαιάνδρους και ψαροκόκαλο εντοπίζονται στην ανατολική πλευρά. Οδοντωτές ταινίες και ζώνες με πολύχρωμα εφυαλωμένα πλακίδια κοσμούν τη βόρεια πλευρά. Εξαιρετικό είδος τέχνης αποτελούν και οι δύο πήλινες εφυαλωμένες εικόνες στον ανατολικό αέτωμα, έργα του 14ου αιώνα μ.Χ.. Έχουν διαστάσεις 39Χ42εκ και αποδίδουν τη Σταύρωση και τους τρεις Ιεράρχες.

Γλυπτός διάκοσμος: Περιορισμένος είναι ο γλυπτός διάκοσμος του ναού. Κορινθιακά κιονόκρανα κοσμούν τους κιονίσκους στα δίβολα παράθυρα που ανοίγονται στις μακριές πλευρές του κυρίως ναού. Στην ανατολική πλευρά του βορείου παρεκκλησίου υπάρχει εντοιχισμένο σε δεύτερη χρήση μαρμάρινο κιονόκρανο με ανάγλυφο σταυρό και φύλλα άκανθα. Πιθανώς, προέρχεται από κάποιο παλαιοχριστιανικό οικοδόμημα της περιοχής.

Ζωγραφικός διάκοσμος: Ο ναός κοσμείται εσωτερικά με πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα που οργανώνεται σε τέσσερις ζώνες. Στην κόγχη του ιερού εικονίζεται η Αγία Πλατυτέρα και ιστορούνται ευαγγελικές σκηνές όπως αυτή της συνάντησης του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα, της Ανάληψη και της Πεντηκοστής, αλλά και συμβολικές παραστάσεις, όπως η Αγγελική Λειτουργία. Στους τοίχους του ναού αποδίδονται θέματα αγίων, ολόσωμων ή σε μετάλλια και πολλές σκηνές από τον χριστολογικό κύκλο, τον κύκλο των παθών , τον βίο της ΠανΑγίας.
Οι τοιχογραφίες χρονολογούνται τον 17ο αιώνα, και φέρουν αρκετές φθορές. Η έκδηλη διάθεση για απόδοση φυσιοκρατικών χαρακτηριστικών και τα έντονα, ρεαλιστικά χαρακτηριστικά των προσώπων φανερώνουν επιρροές από τη Δύση.

Ναός Αγίας Παρασκευής

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής, δεσπόζει σε χαμηλό λόφο στο κέντρο της Ροδαυγής, 24 χιλιόμετρα βόρεια της Άρτας. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το ναό ανήγειραν οι κάτοικοι στο συγκεκριμένο σημείο καθ’ υπόδειξη της ίδια της Αγίας, όταν μετά από ισχυρή κατολίσθηση, εγκατέλειψαν το αρχικό χωριό τους και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Το παλαιό χωριό αναφέρεται ως, Αγία Παρασκευή, Χάβος και Κακολάγκαδο, ονομασίες που μαρτυρούν, τόσο τη δυσμενή γεωλογική θέση, όσο και την ύπαρξη εκεί εκκλησίας της αγίας Παρασκευής που μετακινήθηκε μαζί με τους κατοίκους στη Ροδαυγή. Λέγεται ότι στη θέση του σημερινού ναού βρέθηκε η εικόνα της αγίας, μοτίβο που συναντάται συχνά στη λαϊκή παράδοση. Η ιστορία γύρω από την ίδρυση της εκκλησίας της Ροδαυγής, τη συνδέει άρρηκτα με το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων και την καθιστά σημαντικό προσκύνημα της ευρύτερης περιοχής.
Στο σύνολο του ναού ανήκουν το καμπαναριό και το παλιό οστεοφυλάκιο, καθώς στα νότια του ναού λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα νεκροταφείο και δύο τάφοι ιερέων στα ανατολικά, εκατέρωθεν της κόχης του ιερού
Αρχιτεκτονική: Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Ροδαυγή χτίστηκε το 1804, σύμφωνα με επιγραφή στο υπέρθυρο της βόρειας εισόδου και ακολουθεί τα ηπειρώτικα πρότυπα ναοδομίας. Κατασκευασμένη από γκρίζο ασβεστόλιθο και στεγασμένη με γκρίζες σχιστόπλακες κατατάσσεται στον γνωστό τύπο της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής με τρούλο. Ο τύπος αυτός συνηθίζεται, με παραλλαγές, σε όλη την Ήπειρο τον 18ου αιώνα επιφέροντας εμφανείς αλλαγές στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Η απουσία της πολυπλοκότητας στους αρχιτεκτονικούς όγκους, οι μεγάλες διαστάσεις, το αδρό χτίσιμο , ο τύπος της βασιλικής, καθώς και οι βαριές πλακοσκεπείς στέγες, προσδίδουν δωρικότητα και επιβλητικότητα.
Κατά μήκος της δυτικής πλευρά του ναού αναπτύσσεται υπερυψωμένος νάρθηκας. Τη βόρεια και δυτική πλευρά περιβάλλει στοά σε σχήμα Γ με πλακόστρωτο δάπεδο και έδρανα, ενώ από τις ίδιες όψεις γίνεται και η είσοδος στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα, αντίστοιχα. Η στέγη της στοάς, καλυμμένη και αυτή με γκρίζες σχιστόπλακες , ακουμπά στους τοίχους του ναού και στηρίζεται σε ορατούς ξυλοδοκούς και σπονδυλωτούς κίονες.
Εντυπωσιακό είναι και το ψηλό κωδωνοστάσιο με διαδοχικά καθ΄ ύψος τοξωτά ανοίγματα. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία το καμπαναριό δεν οικοδομήθηκε κατά την ίδρυση του ναού, αλλά το 1850, ύστερα από συλλογική προσφορά των κατοίκων.
Πλατιά σκάλα στα βόρεια συνδέει την εκκλησιά με την πλατεία του χωριού τοποθετώντας την, έτσι οργανικά τ στη ζωή του οικισμού και στις ποικίλες εκδηλώσεις.

Εξωτερικός διάκοσμος: Πάνω από την επιγραφή του βορείου υπέρθυρου που αναφέρει το έτος ίδρυσης του ναού υπάρχει πλάκα με ανάγλυφο ανθέμιο. Μεταξύ του διακοσμητικού μοτίβου και της επιγραφής ανοίγεται σχισμή, πιθανός για την εναπόθεση του κλειδιού της εισόδου. Άλλη μαρμάρινη πλάκα βρίσκεται πάνω από την είσοδο του νάρθηκα με ανάγλυφη παράσταση λιονταριών, κυπαρισσιού και δύο ήλιων, καθώς και την χρονολογία 1863.
Εσωτερικός διάκοσμος: Ο κυρίως ναός βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το νάρθηκα. Στην οροφή, εκτός από τον υπερυψωμένο τρούλο, ανοίγονται και μικροί τυφλοί τρουλίσκοι. Δύο κιονοστοιχίες, με έξι πέτρινους, δωρικούς κίονες για την κάθε μια, χωρίζουν τα κλίτη του ναού. Οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι. Μόνο στο Ιερό Βήμα υπάρχουν δύο τοιχογραφίες όπου αποδίδεται η Άκρα Ταπείνωση και μορφές αγίων.
Καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο μπαρόκ τέμπλο του ναού. Ζώνες με θωράκια και κυμάτια, διακοσμημένες με έξεργα γεωμετριά και άνθινα μοτίβα, κεφαλές λεόντων και μορφές αγγέλων. Οι μεγάλες εικόνες του τέμπλου πατούν πάνω σε ζώνη με θωράκια που χωρίζονται με κιονίσκους. Πάνω από τις εικόνες αναπτύσσονται δύο διακοσμητικές ζώνες και πιο πάνω δημιουργούνται τα πλαίσια για τις μικρές εικόνες επιστηλίου. Πάνω από κάθε εικόνα είναι σκαλισμένοι άγγελοι. Την επίστεψη του τέμπλου διαμορφώνει πλούσιος φυτικός διάκοσμος μέσα στον οποίο κυριαρχούν οι δύο φολιδωτοί δράκοντες, σύμβολα της νίκης της ζωής κατά του θανάτου και του καλού κατά του κακού. Στην κορυφή του τέμπλου αποδίδεται η Σταύρωση με τα λυπηρά (εικόνες Παναγίας και Ιωάννη), δεξιά και αριστερά.
Ιδιαίτερο ύφος προσθέτει στο τέμπλο η μετωπική μορφή του Χριστού, Μεγάλου Αρχιερέα με τα διακριτικά του επισκόπου , στη συρόμενη θύρα της ωραία πύλης. Η τεχνοτροπία και τα χρώματα δένουν αρμονικά με το υπόλοιπο σύνολο. Προς το τέλος του 20ου αιώνα η εικόνα αφαιρέθηκε για άγνωστη αιτία και αντικαταστάθηκε από άλλη ξυλόγλυπτη, κατασκευασμένη σε κάποιο σύγχρονο εργαστήριο. Επανατοποθετήθηκε με εμφανείς φθορές, λόγω της εγκατάλειψή της σε αποθήκη, τον Μάρτιο 2014, μετά από ενέργειες ανθρώπων που αγωνιούσαν για την τύχη της, αλλά και την μέριμνα του ιερέως της ενορίας Αθανασίου Αθανάσιου. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ανήκουν και οι μικρότερες ξύλινες θύρες του τέμπλου, οι οποίες εικονίζουν τις μορφές των αρχαγγέλων, Μιχαήλ και Γαβριήλ και αντικατέστησαν τις λιτές υφασμάτινες κουρτίνες σκούρου ερυθρού χρώματος, οι οποίες έφεραν σταυρό και χρυσαφί κρόσσια.

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στην Ροδαυγή, ορίστηκε ως ενοριακός ναός με τον Ν. 3615/16-7-1928, Φ.Ε.Κ. 120/11-7-1928, τ. Α’5 και ως τέτοιος λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Ναός Παναγίας Βλαχέρνας

Η Παναγία της Βλαχέρνας, το όνομα της οποίας τη συσχετίζει με τη φημισμένη Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό, 1χιλ., περίπου βορειανατολικά της Άρτας, στην απέναντι όχθη του ποταμού Αράχθου. Κατατάσσεται στα σημαντικά μνημεία που εντοπίζονται γύρω από την βυζαντινή Άρτα, όπως η Κάτω Παναγιά, η Παναγία της Κορωνησίας, η Παντάνασσα κοντά στη Φιλιππιάδα, ο ναός της Παναγίας του Μπρυώνη στο Νεοχωράκι κά.
Κτισμένη στον τύπο της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής, με πλούσιο γλυπτό και γραπτό διάκοσμο, η Βλαχέρνα αποτελούσε το καθολικό ονομαστού μοναστηριού και ταφικό ναό πολλών μελών των Κομνηνονδουκάδων, ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Από τις επιγραφές που διασώθηκαν σε δύο τάφους στο νότιο και στο βόρειο τοίχο του κυρίως ναού, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο πρώτος άνηκε στον δεσπότη Μιχαήλ Β’ Κομνηνό Δούκα, νόθο γιο του Μιχαήλ Α’ Άγγελου, του ιδρυτή του Δεσποτάτου και ο δεύτερος στους γιους της Θεοδώρας Κομνηνοδούκαινας (αγία Θεοδώρα) που είχαν βίαιο θάνατο.
Από την πρώτη γραπτή αναφορά στη Βλαχέρνα, σε συνοδική επιστολή του μητροπολίτη Ναυπάκτου, Ιωάννου Αποκαύκου (1224-1230), κατανοούμε ότι η μονή μετατράπηκε από ανδρική που ήταν αρχικά, σε γυναικεία.
Αρχιτεκτονική – χρονολόγηση: Το καθολικό χτίστηκε στη θέση παλαιότερου ναού που χρονολογείται στα τέλη του 9ου με αρχές 10ου αιώνα. Ο πρωταρχικός ναός θεωρείται ότι ήταν τρίκλιτη βασιλική με τριμερές ιερό και ξύλινη στέγη. Σ’ αυτόν ανήκει τμήμα του νοτίου τοίχου (διακρίνεται η διαφορά στην τοιχοποιία) και η νότια αψίδα. Ο ναός της Παναγίας Βλαχέρνας ιδρύθηκε, το πιθανότερο στις αρχές του 13ου αιώνα (μεταξύ 1224 και 1230) ως τρίκλιτη βασιλική με καμαροσκεπή κλίτη. Στα μέσα του ίδιου αιώνα υπολογίζεται ότι έγινε η μετατροπή της θολωτής βασιλικής σε τρουλαία με την ανέγερση τριών τρούλων, έναν κεντρικό και δύο μικρότερους πλαϊνούς. Την ίδια εποχή προστέθηκε και το φουρνικό (βαθύς τρούλος) στο βόρειο κλίτος. Οι καμάρες που στεγάζουν τα κλίτη καλύπτονται εξωτερικά από δικλινείς στέγες που διαμορφώνουν αετώματα.
Η είσοδος στον αρχικό ναό γινόταν από πέντε θυραία ανοίγματα, από ένα στη βόρεια και στη νότια πλευρά και τρία στη δυτική. Σήμερα παραμένει ανοιχτή η κεντρική πύλη της δυτικής πλευράς, ενώ οι πλάγιες έχουν μετατραπεί σε παράθυρα.
Μεταγενέστερος (περί τα τέλη του 13ου αιώνα) είναι και ο νάρθηκας του ναού το δάπεδο του οποίου έχει έντονη υψομετρική διαφορά από τον κυρίως ναό. Το παλαιότερο δάπεδο του καθολικού είναι διακοσμημένο με μαρμάρινες πλάκες μέσα σε πολύχρωμα μαρμαροθετημένα πλαίσια. Στο κέντρο του μεσαίου κλίτους, πέντε συμπλεκόμενοι κύκλοι, διακοσμημένοι με ψηφιδωτό διάκοσμο, αποδίδουν τη συμβολική απεικόνιση των πέντε άρτων. Ο κεντρικός κύκλος κοσμείται με ψηφιδωτή παράσταση δικέφαλου αετού.

Γλυπτός διάκοσμος: Ο ναός κοσμείται εξωτερικά με πλίνθινα διακοσμητικά θέματα που παρατηρούνται στην ανατολική πλευρά και στα αετώματα. Εσωτερικά ο ναός φέρει αρχιτεκτονικά ανάγλυφα, κυρίως κιονόκρανα κιόνων σε δεύτερη χρήση που προέρχονται από παλαιοχριστιανικά ή αρχαία κτίρια. Στον γλυπτό διάκοσμο ανήκει μαρμάρινη πλάκα που κλείνει, σήμερα το παράθυρο της νότιας πλευράς και αποδίδει ανάγλυφη την μορφή του αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Από το μαρμάρινο τέμπλο σώζονται αρκετά τμήματα πολλά από τα οποία είναι εντοιχισμένα στις εισόδους του ναού. Προσπάθεια αναπαράστασής του έχει γίνει στη Τράπεζα της Παρηγορήτισσας όπου λειτουργεί γλυπτοθήκη. Το τέμπλο της Βλαχέρνας θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της υστεροβυζαντινής γλυπτικής για την άριστη λάξευσή του και τον πλούτο των θεμάτων που το διακοσμούν.

Τοιχογραφίες: Ο γραπτός διάκοσμος του καθολικού της μονής αποκαλύφθηκε κατά την αφαίρεση νεώτερων ασβεστοκονιαμάτων το 1975-1977. Οι τεχνοτροπικές διαφορές που εντοπίζονται οδηγούν στην αναγνώριση δύο χρονικών φάσεων που συνάδουν με τις οικοδομικές επεμβάσεις του ναού.
Στην πρώτη φάση ανήκουν οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού και χρονολογείται στα μέσα του 13ου αιώνα. Μερικές από τις παραστάσεις είναι ο Ασπασμός της Μαρίας και της Ελισάβετ, το Χαίρε των Μυροφόρων, σκηνές από τα Πάθη του Χριστού, η Απιστία του Θωμά.
Στη δεύτερη φάση ανήκουν οι τοιχογραφίες του νάρθηκα με σημαντικότερες τις παραστάσεις της Δευτέρας Παρουσίας, του Στιχηρού των Χριστουγέννων και της λιτανείας της εικόνας της Οδηγήτριας.
Παρόλο που το εικονογραφικό πρόγραμμα δεν έχει αποκαλυφθεί εξολοκλήρου, είναι αρκετό για να φανερώσει το μνημειακό ύφος και την τέχνη υψηλών καλλιτεχνικών απαιτήσεων. Ενδεικτική είναι η χρήση του ημιπολύτιμου λίθου, λαζουρίτη (lapis lazuli) για να αποδοθεί το κυανό χρώμα στο βάθος των σκήνων και στα ενδύματα των μορφών. Η ποιότητα και η δεξιοτεχνία της τέχνης των τοιχογραφιών της Βλαχέρνας είναι εφάμιλλη της καλλιτεχνικής έκφρασης της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης.

Αφιέρωση του ναού: Ως το 1814,ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σήμερα τιμάται η Κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Παναγίας, γιορτάζει στις 2 Ιουλίου και είναι ο ενοριακός ναός στο χωριό, Βλαχέρνα.

 

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννόησης με Ενορία Βλαχέρνας: π. Σπ. Ρώσος 6977603042

Ναός Γενεσίου της Θεοτόκου Κορωνησίας

Στην Κορωνησία, το βραχώδες νησάκι που βρίσκεται στον Αμβρακικό κόλπο, 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Άρτας, δεσπόζει σε περίοπτη θέση, ο Ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου. Από τη νησίδα πήρε ο ναός την προσωνυμία, «της Κορωνησίας» ή «της Κορακονησίας» ή «της Κορακοννησαίας» σύμφωνα με αναφορές που εντοπίζονται σε παλαιά έγγραφα.
Γραπτές πηγές και χρονολόγηση: Η εκκλησία της Παναγίας της Κορωνησίας, σήμερα ενοριακός ναός της ομώνυμης κοινότητας, υπήρξε το καθολικό μεγάλου μοναστηριού με ισχυρή παρουσία στην περιοχή.
Οι παλαιότερες αναφορές στο μοναστήρι βρίσκονται σε χειρόγραφο ευαγγέλιο της μονής του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων το οποίο άνηκε στην Παναγία της Κορωνησίας όπως μαρτυρείται από δύο σημειώματα που διασώζει στις σελίδες του. Στα ίδια σημειώματα αναφέρεται ο αντιγραφέας του ευαγγελίου, Νικήτας Σγουρόπουλος, ο ηγούμενος της μονής της Παναγίας Κορωνησίας, Μελέτιος και η χρονολογία 1193. Από τη σημαντική αυτή γραπτή πηγή το μνημείο τοποθετείται χρονικά πριν τον 12ο αιώνα.
Οι πολλές κειμενικές πηγές στην μονή της Παναγίας της Κορωνησίας φανερώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιζε στην ευρύτερη περιοχή του Αμβρακικού κόλπου. Παραδίδεται ότι κατείχε μεγάλη κτηματική περιουσία στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας και εκτροφεία χελιδονιών (χελοκοφινοβίβαρα) στον Αμβρακικό. Μετόχι της είναι το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, στο Μυρτάρι Βόνιτσας που ιδρύθηκε από τον ηγούμενο του μοναστηριού της Κορωνησίας, Ιωνά Γκιολμά, στα τέλη του 17ου αιώνα. Στη μονή της Παναγίας αναφέρονται τον 19ο αιώνα ο χρονικογράφος της Ηπείρου, Π. Αραβαντινός και ο Σεραφείμ Ξενόπουλος, μητροπολίτης Άρτας.
Ο αρχιτέκτονας Α. Ορλάνδος χρονολόγησε την ίδρυση του μοναστηριού στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα, ενώ στα τέλη του 10ου αιώνα τοποθετεί το μνημείο και ο αρχαιολόγος, Π. Βοκοτόπουλος. Με την ίδια χρονολόγηση συνηγορούν και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του καθολικού.

Αρχιτεκτονική: Το μνημείο αποτελείται από το καθολικό του ναού του Γενεσίου της Θεοτόκου, τα προκτίσματά του και το κωδωνοστάσιο, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχει ελαιοτριβείο και το παρεκκλήσι του Οσίου Ονουφρίου.
Η σημερινή μορφή του ναού είναι αποτέλεσμα πολλών επεμβάσεων. Αρχικά υπήρχε μόνο ο κυρίως ναός και ο νάρθηκας. Αργότερα ο αρχικός νάρθηκας ενσωματώθηκε στον κυρίως ναό για λόγους ευρυχωρίας και προστέθηκε δεύτερος νάρθηκας. Παράλληλα, χτίζεται προστώο στη βόρεια πλευρά.
Παλαιότερες μελετητές θεωρούν ότι το μνημείο ανήκει στον σπάνιο τύπο του ημιεγγεγγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Έχει, δηλαδή κάτοψη ελεύθερου σταυρού του οποίου η μία κεραία εξέχει ανατολικά και το υπόλοιπο δυτικό τμήμα εγγράφεται σε ορθογώνιο. Τα νέα στοιχεία, όμως που ήρθαν στο φως μετά την επισκευή της στέγης αφήνουν πιθανόν το ενδεχόμενο ο αρχικός ναός να χτίστηκε στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τον κυλινδρικό τρούλο να υψώνεται στο σημείο που διασταυρώνονται οι κεραίες του.
Ωστόσο, όποια κι αν ήταν η αρχική του μορφή, γεγονός είναι ότι οι αλλεπάλληλες επεμβάσεις που έχει δεχτεί ο ναός έχουν αλλοιώσει την εικόνα του.

Γλυπτός και ζωγραφικός διάκοσμος:
Στο εσωτερικό του ναού, ενδιαφέρον παρουσιάζει η παλαιοχριστιανική τράπεζα προσφορών που είναι χτισμένη στην ανατολική κόγχη του ιερού και θεωρείται ότι προέρχεται από μια από τις δύο παλαιχριστιανικές βασιλικές που ανασκάφηκαν στο νησάκι Κέφαλος, του Αμβρακικού.
Το αρχικό δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο, όπως μαρτυρεί το 1437, ο Ιταλός περιηγητής, Κυριακός Αγκωνιεύς, ο οποίος, μάλιστα αναφέρει και μία επιτύμβια στήλη, σε δεύτερη χρήση ως πλάκα του δαπέδου. Από το παλαιό δάπεδο διασώζεται μαρμάρινη πλάκα με το διακοσμητικό θέμα των πέντε Άρτων. Το ανάγλυφο σχέδιο κοσμούταν με μαραροθέτημα (μικρά κομμάτια από πολύχρωμα μάρμαρα) που σήμερα έχει καταστραφεί.
Σε δεύτερη χρήση είναι οι κίονες και οι ιωνικές βάσεις που χρησιμοποιούνται ως κιονόκρανα.

Ο ζωγραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό του ναού τοποθετείται χρονικά στο β’ μισό του 17ο αιώνα. Δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση με αποτέλεσμα να υπάρχουν κενά και να είναι δυσδιάκριτες πολλές από τις σκηνές που σώζονται.
Μερικές από τις παραστάσεις είναι η Παναγία στον τύπο της Βλαχερνίτισσας στην κόγχη του ιερού, ο Ευαγγελισμός, η Πεντηκοστή, η θεία Λειτουργία στις ζώνες της καμάρας και τα Πάθη του Χριστού που από τα σωζόμενα τμήμα φαίνεται ότι ιστορούταν στον παλαιό νάρθηκα. Η ενσωμάτωση του νάρθηκα στον κύριο χώρο του ναού είναι ίσως υπεύθυνη και για την σπάνια περίπτωση της εικονογράφησης της καμάρας της οροφής του. Παρόλη τη φθορά, διακρίνονται τρία μετάλλια με τις μορφές του Χριστού Εμμανουήλ και της Θεοτόκου στα δύο ακρινά και, πιθανότατα τη μορφή του Χριστού, στο κεντρικό.
Ο ζωγράφος του εικονογραφικού διακόσμου είναι άγνωστος.

Σήμερα η πρόσβαση το ναό της Παναγίας της Κορωνησίας γίνεται εξαιρετικά εύκολη λόγω του αμαξιτού δρόμου που συνδέει την νησίδα με την απέναντι ακτή.

Κάστρο Άρτας

Το κάστρο: Το βυζαντινό κάστρο της Άρτας καταλαμβάνει ύψωμα στην βορειανατολική πλευρά της πόλης και ενσωματώνει τμήματα της αρχαίας οχύρωσης της Αμβρακίας. Η στρατηγική σημασία της θέσης είχε διαγνωστεί από τους αρχαίους Αμβρακιώτες που το συμπεριέλαβαν στην ισχυρή οχύρωση της κάτω πόλης ακολουθώντας τη βόρεια καμπή του Αράχθου. Το κάτω μέρος αυτού του τείχους με τους κολοσσιαίους λαξευμένους λίθους διακρίνεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του βυζαντινού κάστρου που πάτησε πάνω σε θεμέλια και τμήμα της ανωδομής του.
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια σωζόταν η αρχαία οχύρωση σε αρκετό ύψος, ικανό να οριοθετεί την πόλη και να παρέχει προστασία στους κατοίκους. Παρόλο που δεν γνωρίζουμε, ούτε την έκταση της βυζαντινής πόλης, ούτε την πραγματική αμυντική αποτελεσματικότητα των αρχαίων τειχών, φαίνεται ότι η ύπαρξη τους ήταν ένας σημαντικός λόγος που το βυζαντινό κάστρο είναι σχετικά μικρών διαστάσεων. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις της εποχής, όπως τα Γιάννενα, ο Μυστράς, η Μονεμβασιά, οι Ρωγοί κ.ά. δεν περιέβαλε ολόκληρη την πόλη. Ήταν το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο και έδρα των ηγεμόνων του Δεσποτάτου, ενώ οι κάτοικοι κατέφευγαν σ’ αυτό μόνο σε περίπτωση ανάγκης.
Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία το κάστρο της Άρτας χρονολογείται στη μεσοβυζαντινή περίοδο και μαζί με την αρχαία οχύρωση συνέβαλε δυναμικά στην πολεοδομική εξέλιξη της βυζαντινής πόλης. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινής οχυρωματικής τέχνης και εντυπωσιακό κατάλοιπο της μεσαιωνικής Άρτας. Κατά τη διάρκεια των αιώνων δέχτηκε ανακαινίσεις, προσθήκες, επισκευές.
Αποτελείται από τρία μέρη:
1) το κυρίως φρούριο
2) δύο μικρά εξωτερικά περιτειχίσματα κτισμένα σε χαμηλότερο επίπεδο
3) το εσωτερικό οχυρό ή Ακρόπολη που βρίσκεται στα αριστερά της κεντρικής πύλης.

Το σχήμα του είναι ακανόνιστο πολύγωνο (μεγίστου μήκους 280μ. και πλάτους 175μ.) που διακόπτεται ανά 25μ. από ημικυκλικούς, τριγωνικούς ή πολυγωνικούς πύργους, με εξαίρεση το ανατολικό τμήμα που πατά πάνω στο αρχαίο τείχος. Έχει πάχος 2,50 μέτρα. Το ύψος του φτάνει τα 10 μέτρα και στέφεται από επάλξεις, πίσω απ’ τις οποίες υπάρχει ο περίδρομος για τους πολεμιστές. Η τοιχοδομή του είναι απλή, με ακανόνιστα λαξευμένες, μικρές πέτρες και παρεμβολή πλίνθων που έχουν καλυφθεί από μεταγενέστερο κονίαμα. Πιο επιμελημένη βυζαντινή τοιχοποιία, στον τύπο της ισόδομης, πλινθοπερίβλητης, εντοπίζεται στο πάνω τμήμα της δυτικής πλευράς του κάστρου, ενώ στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού οχυρού υπάρχει και πλίνθινη διακόσμηση.
Στο Χρονικό των Τόκκων (14ος -15ος αιώνας) αναφέρεται ότι έξω από την πύλη του κάστρου απλωνόταν η αγορά, το « Μπόριον» ή «Εμπόριον» που πλαισιωνόταν από σπίτια και κήπους και πρέπει να εκτείνονταν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου που οδηγούσε στο κάστρο. Γι’ αυτό και η περιοχή αυτή προσέλκυσε από νωρίς (12ο αιώνας) Εβραίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί και έδωσαν το όνομα στη συνοικία – Εβραίικα.
Κατά την οθωμανική περίοδο το κάστρο έχασε τη σημασία του και για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή όπου φυλακίστηκε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης.

Το Ξενία: Σε κεντρικό σημείο, στο εσωτερικό του κάστρου, βρίσκεται το παλαιό ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ της Άρτας που αποτελεί το σημαντικότερο και πιο πολυσυζητημένο κτήριο του Νομού. Ένα κτήριο μοντέρνο για την εποχή του, κατασκευάστηκε το 1958, με δαπάνη του ΕΟΤ από τον αρχιτέκτονα και καθηγητή ΕΜΠ, Διονύση Ζήβα.
Το ξενοδοχείο περιελάμβανε, μόλις 20 δωμάτια. Στο μεγαλύτερο μέρος του διαμορφωνόταν μεγάλοι χώροι εκδηλώσεων. Έκλεισε οριστικά το 1992.
Μετά από χρόνια εγκατάλειψης που κατέστησε το κτίριο σχεδόν μη επισκέψιμο κατατέθηκε το 2020 αρχιτεκτονική πρόταση (Ξενία 2020) για αξιοποίηση του ΞΕΝΙΑ Άρτας. Η πρόταση αποσκοπεί στην πλήρη αξιοποίηση του κτηρίου και του περιβάλλοντος χώρου, ώστε να φιλοξενεί ποικίλες δράσεις πολιτισμού, ψυχαγωγίας, παιδείας και αναψυχής.
Τέλος, σε χώρο στο εσωτερικό του κάστρου γίνονται κάθε καλοκαίρι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Επισκέψιμο:

– Από 1 έως 17 Σεπτεμβρίου, 08:30-18:30 (καθημερινά)

– Από 18 έως 30 Σεπτεμβρίου, 08:30-17:00 (καθημερινά)

Τηλέφωνο: 2681024636

Click to listen highlighted text!