Ναός Παναγίας Παρηγορήτισσας

Η εκκλησία της Παρηγορήτισσας, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αναμφίβολα είναι από τα πιο σημαντικά μνημεία της Άρτας και κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Παλαιότερα υπήρξε καθολικό μεγάλου μοναστηριού, από το οποίο σώζονται επίσης η τράπεζα και 16 κελιά. Η σημερινή της μορφή οφείλεται στις εργασίες που έγιναν στο μνημείο από το Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα στα τέλη του 13ου.
Ο πρωτότυπος αρχιτεκτονικός τύπος του ναού συνδυάζει τον οκταγωνικό στο ισόγειο με τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στον όροφο. Ο κυρίως ναός, τετράγωνης κάτοψης και πυργοειδούς μορφής απολήγει ανατολικά σε τρεις τρίπλευρες αψίδες. Δυτικά υπάρχει ορθογώνιος νάρθηκας, ενώ βόρεια και νότια το ναό πλαισιώνουν σε σχήμα Πι δύο συμμετρικά παρεκκλήσια, αφιερωμένα αντίστοιχα στους Ταξιάρχες και τον Αγίου Ιωάννη Πρόδρομο. Χαρακτηριστικό του ναού αποτελεί το πρωτότυπο σύστημα στήριξης του τρούλου, που δεν έχει εφαρμοσθεί σε άλλα μνημεία. Στις οκτώ παραστάδες του ισογείου εδράζονται από δύο επάλληλες καθ΄ύψος σειρές κιόνων, που με τη χρήση προβόλων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι κατά το εκφορικό σύστημα, στηρίζουν με τη βοήθεια τεσσάρων καμαρών τον κεντρικό τρούλο. Πάνω από το νάρθηκα και τα παρεκκλήσια υπάρχει γυναικωνίτης, που επίσης απολήγει ανατολικά σε δύο κόγχες. Περιβάλλει τον κυρίως ναό από τις τρεις πλευρές του και φέρει τρία μεγάλα δίλοβα παράθυρα, που επιτρέπουν την οπτική επαφή με το εσωτερικό του ναού.Σοβαρές ενδείξεις οδηγούν στην άποψη ότι ο γυναικωνίτης παρέμεινε ημιτελής. Ο ναός εκτός από τον κεντρικό τρούλο στεγάζεται με τέσσερις τρουλίσκους στις γωνίες ενώ στον υπόλοιπο χώρο εναλλάσσονται σταυροθόλια και φουρνικά.
Νεότερες έρευνες αποκάλυψαν ότι ο ναός αρχικά (α΄ φάση) ήταν μικρότερων διαστάσεων και κτισμένος στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Η ανέγερσή του συνδέεται με την οικοδομική δραστηριότητα του Μιχαήλ Β Κομνηνού Δούκα και χρονολογείται στα μέσα του 13ου αι. Ο ναός αυτός σωζόταν σε αρκετό ύψος και με διάφορες μετατροπές ενσωματώθηκε στη δομή του σημερινού κτιρίου που οφείλεται στο Νικηφόρο Α.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον για την πολυμορφία και την πρωτοτυπία του παρουσιάζει ο γλυπτός διάκοσμος του μνημείου. Οι μαρμάρινοι αρράβδωτοι κίονες, στις δύο καθ’ ύψος σειρές εσωτερικά, προέρχονται από παλαιότερα κτίρια της αρχαίας πόλης ή της Νικόπολης. Οι περισσότεροι φέρουν ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά κορινθιακού τύπου κιονόκρανα, σε ενδιαφέρουσες παραλλαγές. Διακοσμημένα είναι επίσης και τα τόξα των καμαρών που υποβαστάζουν τον τρούλο. Συγκεκριμένα η δυτική και βόρεια καμάρα διακοσμείται αντίστοιχα με τις ενδιαφέρουσες ανάγλυφες συνθέσεις της Γέννησης και του Αμνού του Κυρίου (συμβολική παράσταση της Σταύρωσης του Χριστού). Κιονίσκοι με οξυκόρυφα τοξύλλια, που θυμίζουν αντίστοιχα γοτθικά, υπάρχουν επίσης στο πάνω μέρος. Υποβαστάζονται σε ανάγλυφα συμπλέγματα που απεικονίζουν πραγματικά ή φανταστικά ζώα, καθώς και ανθρώπινες μορφές με τερατώδη όψη. Ο ανάγλυφος διάκοσμος του ανώτερου τμήματος της Παρηγορήτισσας είναι αναμφίβολα επηρεασμένος από τη δυτική τέχνη και πρέπει να έγινε από δυτικούς τεχνίτες που κλήθηκαν να εργαστούν στην Άρτα από τους Κομνηνοδουκάδες κτήτορες του ναού.
Οι τοίχοι του κυρίως ναού έως το ύψος του γυναικωνίτη ήταν αρχικά επενδεδυμένοι με ορθομαρμάρωση, από πολύχρωμες πλάκες λιγοστές από τις οποίες βρίσκονται ακόμη στη θέση τους κυρίως στη δυτική πλευρά. Το υπέρθυρο πάνω από την δυτική είσοδο κοσμείται με μεγάλο μαρμάρινο τόξο. Ανάμεσα στο ανάγλυφο διάκοσμό του υπάρχει η παρακάτω κτιτορική επιγραφή

Κομνηνοδούκας δεσπότης Νι[κηφ]όρος

Αννα βασίλ[ισσ]α κομνη[οδούκαινα]

Κομνηνόβλαστος δ[εσπότης Θ]ωμάς μέγας

Κομνην[οί Ελ]λάδος α[υτάνακτες] ή Κομνην[ών κ]λάδος α[γγελωνύμων].

Με βάση τα ονόματα που αναγράφονται ο Αν. Ορλάνδος χρονολόγησε την ανέγερση του ναού μεταξύ των ετών 1283 και 1296.
Τα ψηφιδωτά, που διακοσμούσαν τον τρούλο, την ανατολική και νότια καμάρα της στέγης έχουν υποστεί σημαντικές φθορές. Χαρακτηρίζονται για την άριστη τεχνική και τους τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς. Στο ημισφαιρικό θόλο του τρούλου εικονίζεται η μνημειακή μορφή του Παντοκράτορα που περιβάλλεται από δώδεκα Προφήτες, που εναλλάσσονται με Σεραφείμ, Χερουβείμ και τροχούς. Ψηφιδωτά με τις παραστάσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών υπήρχαν και στα τέσσερα λοφία του τρούλου, από τα οποία σώζονται λιγοστά λείψανα.
Τα ψηφιδωτά του τρούλου παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς την απόδοση καθώς η μορφή του Παντοκράτορα με το ζωγραφικό πλάσιμο του προσώπου δείχνει επηρεασμένη από την τεχνική των φορητών εικόνων και έρχεται σε αντίθεση με τους Προφήτες, που χαρακτηρίζονται από μνημειακή αντίληψη και είναι επηρεασμένοι από κλασικά πρότυπα. Οι μορφές με τις άνετες κινήσεις και η ζωντάνια που αποπνέουν, κατατάσσονται στα αριστουργήματά της παλαιολόγειας τέχνης. Τα ψηφιδωτά χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αι και είναι σύγχρονα με την ανέγερση του ναού. Οι παλαιότερες τοιχογραφίες στο ναό χρονολογούνται στις αρχές του 15ου αι. και πρόκειται για μια σπάνια επιτύμβια παράσταση στο βόρειο παρεκκλήσιο. Στο Ιερό οι τοιχογραφίες στην κόγχη χρονολογούνται το 1558, ενώ στους τοίχους του κυρίως ναού και του νάρθηκα οι τοιχογραφίες έγιναν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τα τέλη του 17ου έως και τα τέλη του 18ου αι. εποχές.
Από τα προσκτίσματα της βυζαντινής μονής της Παρηγορήτισσας διατηρούνται σήμερα μια μεγάλη πτέρυγα 16 κελιών και η τράπεζα που λειτουργεί σήμερα ως γλυπτοθήκη. Οικοδομικά λείψανα που βρέθηκαν στη νότια πλευρά του περιβόλου της μονής αποτελούν σημαντικές ενδείξεις ότι η μονή έφερε και στην πλευρά αυτή μια ακόμη πτέρυγα κελιών.

Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου Δρ. Αρχαιολόγος

Επισκέψιμο: Καθημερινές 08:30-15:30 (εκτός Τρίτης)

Τηλέφωνο: 2681028692

 

Ιστορικό Γεφύρι της Άρτας

“Tου γιοφυριού της Άρτας”

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
.
.
.

Το γεφύρι της Άρτας είναι από τα σημαντικότερα ελληνικά γεφύρια, γνωστό, όχι μόνο στην Ελλάδα και τη Βαλκανική, αλλά και σε άλλες χώρες, για την αρχιτεκτονική του αρτιότητα και το θρύλο του πρωτομάστορα.

Ιστορικά: Η ιστορία του γεφυριού αρχίζει πριν τους ρωμαϊκούς χρόνους, πιθανόν από την εποχή του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο (3 αιώνας π.Χ) . Την άποψη αυτή ενισχύει η δόμηση των βάθρων του με μεγάλους λίθους, κατά το ισοδομικό σύστημα. Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά θεωρείται ότι προέρχεται από τον Πλίνιο (1ος αιώνας μ.Χ.). Οι ολιγοήμερες ανασκαφές που διεξάγονται κάθε χρόνο στην κοίτη του ποταμού, όταν διακόπτεται η ροή του, αναμένεται να αποκαλύψουν στοιχεία, τόσο για τα τη θέση της κοίτης κατά την αρχαιότητα, όσο και για το ίδιο το γεφύρι.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων το γεφύρι της Άρτας υπέστη διάφορες επισκευές και προσθήκες. Η τελευταία έγινε το 1612. Η σημερινή του μορφή ανάγεται μεταξύ 1602 και 1606. Σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, μητροπολίτη Άρτας τον 19ο αιώνα, γνωστό και ως Βυζάντιο. Τη χρηματοδότηση της κατασκευής του γεφυριού είχε αναλάβει ο Ιωάννης Θιακογιάννης ή Γυφτοφάγος, παντοπώλης από την Άρτα. Φαίνεται ότι ο χορηγός είχε προσωπικό ενδιαφέρον για το έργο, εφόσον ήταν έμπορος και η εύκολη διάβαση του Αράχθου θα διευκόλυναν τις δραστηριότητές του.

Περιγραφή: Το γεφύρι της Άρτας έχει, σήμερα συνολικό μήκος 142 μ. και πλάτος, 3,75 μέτρα. Οι τέσσερις καμάρες είναι μεγάλες, ημικυκλικές, χωρίς καμία συμμετρία. Το μεγαλύτερο τόξο έχει άνοιγμα 24 μ. και ύψος 11,70. Οι υπόλοιπες έχουν πλάτος: 15.80, 15.40 και 16.20 μ.. και ύψος τόξου, 9.00, 9.60, και 9.30 μ., αντίστοιχα.

Λογοτεχνία και θρύλοι: Ο θρύλος του γεφυριού για τη γυναίκα του πρωτομάστορα που την στοίχειωσε για να το θεμελιώσει, έγινε θέμα πολλών λαογραφικών μελετών και ενέπνευσε πάμπολλα θεατρικά έργα, όπερες, ζωγραφικούς πίνακες και γκραβούρες.
Στην ανατολική άκρη του γεφυριού υπάρχει ο «πλάτανος του Αλή». Λέγεται ότι ο Αλή – Πασάς των Ιωαννίνων κρεμούσε εκεί τους αγωνιστές του 1821 και έπειτα καθόταν στον ίσκιο του και απολάμβανε το μακάβριο θέαμα. Στο γεγονός αυτό αναφέρεται το δημοτικό τραγούδι: «Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζούλες στο νερό; Αλή πασάς επέρασε και δεν μπορώ να πιώ».

 

Επισκέψιμο: Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (ανοιχτός χώρος)

Ναός Αγίου Βασιλείου

Ο βυζαντινός Ναός του Αγίου Βασιλείου της Γέφυρας βρίσκεται στο Τοπ Αλτί, τοπωνύμιο που σημαίνει την περιοχή που βρισκόταν εντός της ακτίνας βολής των κανονιών που είχαν τοποθετηθεί στο κάστρο. Έλαβε το προσωνύμιο «Γέφυρας» γιατί απέχει, μόλις 1 χιλιόμετρο από το ιστορικό γεφύρι και για να διακρίνεται από τον άγια Βασίλειο Αγοράς.
Η πρώτη γραπτή αναφορά στο μνημείο προέρχεται από τον Σεραφείμ Ξενόπουλο ή Βυζάντιο, μητροπολίτη Άρτας τον 19ο αιώνα. Αναφέρεται ότι ο εκκλησία του αγίου Βασιλείου Γέφυρας ήταν, αρχικά το καθολικό μοναστηριού το οποίο ανακαινίστηκε το 1632 από τον ιερομόναχο, Θεόκλητο. Το 1821 λειτούργησε ως ενοριακός ναός, ενώ το 1852 δέχτηκε επεμβάσεις από Αρτινό κάτοικο, τον Δ. Βλάχο. Χτισμένος πάνω στην όχθη του Άραχθου, ο ναός ήταν ευάλωτος στις φθορές και κάποιες φορές επιχωνόταν από τις πλημμύρες του ποταμού. Τον 20ο αιώνα ήταν καταχωμένος σε βάθος έως 2 μέτρα. Ο αρχαιολόγος Π. Βοκοτόπουλος πραγματοποίησε εργασίες ανασκαφής και αποχωμάτωσης το 1969-1970, μελέτησε το μνημείο και το χρονολόγησε στα στο β΄ μισό του 9ου αιώνα διορθώνοντας την αρχική του χρονολογική τοποθέτηση στον 15ο αιώνα. Ο ναός αποτελεί ένα από τα πρώιμα μνημεία των μεσοβυζαντινών χρόνων που ανάγεται στην εποχή πριν την ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μαζί με την Παναγία Κορωνησίας, την αγία Παρασκευή του Δράκου, την πρώτη φάση του ναού της αγίας Θεοδώρας κ.ά.

Αρχιτεκτονικά στοιχεία: Ο ναός έχει χτιστεί στον τύπο του ελεύθερου σταυρού όπως και η μεταγενέστερή του εκκλησία της αγίας Παρασκευής του Δράκου. Στο σημείο που συναντώνται οι κεραίες του σταυρού υψώνεται επιβλητικός, κυλινδρικός τρούλος με κωνική στέγη. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Γ. Βελένη το επάνω τμήμα του τρούλου είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερης επέμβασης. Έτσι εξηγείται και το, κάπως δυσανάλογο μέγεθός του σε σχέση με το ναό. Η κάτοψη του μνημείου συμπληρώνεται με τον τετράγωνο νάρθηκα, στα δυτικά που προεκτείνει την κάθετη κεραία του σταυρού. Ο νάρθηκας χωρίζεται από τον κυρίως ναό με δύο παραστάδες. Η αψίδα του ιερού είναι κυκλική και φέρει τρίλοβο παράθυρο. Οι καμάρες που διαμορφώνουν τις οροφές καλύπτονται εξωτερικά με δίριχτες στέγες για το βόρειο και νότιο σκέλος και με μονόριχτη, για το δυτικό τμήμα του κυρίως ναού και το νάρθηκα. Η είσοδος στην εκκλησία γίνεται από τη δυτική πλευρά, ενώ το λίθινο δάπεδο κατασκευάστηκε το 1969. Κατά τις ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν ήρθαν στο φως κιβωτιόσχημοι τάφοι στο βόρειο, το νότιο και το δυτικό σκέλος του σταυρού. Νεότερη κατασκευή αποτελεί και η Αγία Τράπεζα.

Εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομή αποτελείται από ακανόνιστους λίθους με κομμάτια πλίνθων ή κεραμιδιών να παρεμβάλλονται ανάμεσά τους, κυρίως σε οριζόντια διάταξη. Την τοιχοποιία κοσμεί κεραμοπλαστικός διάκοσμος που παρατηρείται στον τρούλο και στην ανατολικής αψίδας. Συγκεκριμένα, τα αψιδωτά παράθυρα του τρούλου ορίζονται περιμετρικά με πλίνθινα τόξα που, με τη σειρά τους περιβάλλονται με οδοντωτή ταινία. Λίγο ψηλότερα περιτρέχει τον τρούλο ζώνη αποτελούμενη από διαγώνιες πλίνθους, ενώ οδοντωτή ταινία κοσμεί το παράθυρο της αψίδας.

Ζωγραφικός διάκοσμος: Μετά την αποχωμάτωση του ναού το 1969-1971 αποκαλύφθηκαν τέσσερις στρώσεις τοιχογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν σε διαφορετικές εποχές. Σύμφωνα με την έρευνα, ο πρώτος ναός ήταν άγραφος. Τοιχογραφήθηκε για πρώτη φορά στο β΄ μισό του 13ου αιώνα και αφού είχε μεσολαβήσει η πρώτη του κατάχωση. Η πρώτη αυτή διακοσμητική φάση παρουσιάζει ισχυρή φθορά, διασώζει ωστόσο μεγάλο τμήμα της. Σ’ αυτήν ανήκουν οι τοιχογραφίες του ιερού με κυρίαρχη την μορφή της Παναγίας Πλατυτέρας πλαισιωμένης από δύο αγγέλους. Εντοπίζονται, επίσης οι μορφές ενός αγίου, δύο ιεραρχών και ισάριθμων διακόνων στον τοίχου του τρίλοβου παραθύρου. Αναγνωρίζεται ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, στα αριστερά. Άλλα θέματα που διασώζονται είναι ολόσωμοι μετωπικοί άγιοι, όπως ο Παντελεήμων, ο Κοσμάς και Δαμιανός κ.ά. Η δεύτερη φάση τοποθετείται στον 16ο αιώνα και σ΄ αυτήν ανήκει μνημειακή, ολόσωμη μορφή του αγίου Βασιλείου που ευλογεί. Οι δύο νεώτερες φάσεις χρονολογούνται μετά τον 17 αιώνα. Περιλαμβάνουν παραστάσεις όπως οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, η βάπτιση του Χριστού και μορφές αγίων, ολόσωμες και έφιππες.

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννόησης με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας / Ενορία Φιλοθέης π. Ιωαν. Καραγιάννης 6945244349
Τηλέφωνο: 2681024636

Ναός Παναγίας Παντάνασσας

Η Παναγία Παντάνασσα βρίσκεται στο βορειότερο άκρο του νομού Άρτας, κοντά στη λίμνη Ζηρού και πάνω στην παλαιά εθνική οδό Ιωαννίνων-Πρεβέζης. Απέχει 17 χιλ. από την Άρτα και 5 χιλ. από τη Φιλιππιάδα.
Μεσοβυζαντινό μνημείο, της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ήταν ένα από τα δύο μοναστήρια που ίδρυσε ο δεσπότης Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός, σε ένδειξη μεταμέλειας για τον έκλυτο βίο που διήγε και την άσχημη συμπεριφορά του απέναντι στην σύζυγό του, μετέπειτα αγία Θεοδώρα. Αυτή είναι η πληροφορία που παραδίδεται από τον μοναχό Ιώβ Μελία (13ος), βιογράφο της αγίας Θεοδώρα.
Το καθολικό της μονής Παντάνασσας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ναούς του Δεσποτάτου. Οικοδομήθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα από τον Μιχαήλ Β΄, ενώ στα τέλη του αιώνα, προστέθηκε το περίστωο που περιβάλλει το ναό, πιθανότατα από το γιο του, Νικηφόρος Α’. Φαίνεται, όμως ότι το μοναστικό συγκρότημα υπέκυψε από νωρίς στην καταστροφική δράση των φυσικών φαινομένων. Τον 15ο αιώνα το καθολικό είχε υποστεί, ήδη σημαντικές ζημιές. Στους επόμενους αιώνες η μονή οδηγήθηκε στην εγκατάλειψη. Μάλιστα ο μητροπολίτης Άρτας, Σεραφείμ Ξενόπουλος (β’ μισού19ου αιώνα) θεωρεί ότι το μοναστήρι καταστράφηκε το 1692. Το 1820 ο Άγγλος περιηγητής, Thomas Hughes γράφει στο βιβλίο του «Travels in Sicily, Greece and Albania» ότι στην περιοχή υπάρχουν ερείπια ναού κάτω από ψηλά δέντρα και ότι οι τοίχοι του σώζονται σε μεγάλο ύψος. Το 1836, το κτιριακά κατάλοιπα τράβηξαν την προσοχή του ηγούμενου της μονής Προδρόμου, Παρθένιου ο οποίο επισκεύασε το μικρό παρεκκλήσι του αγίου Βασιλείου, στη νότια πλευρά του καθολικού. Αυτός είναι και ο λόγος που το μικρό ναΰδριο διασώθηκε στα νεώτερα χρόνια, διατηρώντας ικανοποιητικά στοιχεία για την αποκατάσταση του τρούλου του, που πραγματοποιήθηκε υπό τον καθηγητή Π. Βοκοτόπουλο.
Τα ερείπια του μοναστηριού ταύτισε για πρώτη φορά με την Παναγία Παντάνασσα, ο μητροπολίτης Άρτας, Σεραφείμ Ξενόπουλος, ο Βυζάντιος στα τέλη του 19ου αιώνα. Ως το 1970, παρέμεναν εγκαταλελειμμένα, επιχωμένα και καλυμμένα από πυκνή βλάστηση. Το 1971 ο Π. Βοκοτόπουλος ξεκίνησε εκτεταμένες εργασίες ανασκαφής και μελέτης του καθολικού που διήρκησαν χρόνια. Εκτός από πλήθος κινητών ευρημάτων, αποκαλύφθηκαν σημαντικά στοιχεία για την μορφολογία του ναού που ανασκεύασαν την αρχική εντύπωση για τον αρχιτεκτονικό τύπο που αντιπροσωπεύει. Επιστέγασμα των εργασιών αυτών ήταν η αποκατάσταση του τρούλου του παρεκκλησίου με τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο της τοιχοποιίας του.
Σήμερα τα ερείπια του ναού της Παντάνασσας δεν επιτρέπουν στον επισκέπτη να ανασύνθεσή του. Αμυδρά υποδηλώνεται το αρχικό μεγαλείο του μεγάλου κτίσματος και σίγουρα το μικρό παρεκκλήσι του αγίου Βασιλείου είναι μάρτυρας της πρώτης, επιβλητικής του εικόνας.

Αρχιτεκτονική: Σύμφωνα με τον Π. Βοκοτόπουλο το καθολικό του μοναστηριού της Παναγίας Παντάνασσας, με συνολικές διαστάσεις κάτοψης 27,30Χ15μ, περίπου, ανήκει σε σπάνια παραλλαγή του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με σαφείς επιδράσεις από την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης.
Πέντε συνολικά τρούλοι διαμορφώνονταν στις οροφές του. Ο μεγάλος, κεντρικός τρούλος υψωνόταν στο σημείο που συναντιόνταν οι κεραίες του σταυρού. Οι κίονες που τον στήριζαν στο εσωτερικό ήταν ανάλογου μεγέθους. Τρεις από τις βάσεις αυτών των κιόνων βρέθηκαν στις ανασκαφικές εργασίες. Οι άλλοι τέσσερις τρούλοι, γύρω από τον κεντρικό, ήταν μικρότεροι και κάλυπταν τους γωνιαίους χώρους.
Το ιερό ήταν τριμερές, είχε δηλαδή αυτόνομους χώρους που ορίζονταν με κάθετους τοίχους και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με θυραία ανοίγματα. Στα ανατολικά διαμορφώνονταν τρεις κόγχες.
Στα δυτικά του καθολικού, ο νάρθηκας είχε τρία θυραία ανοίγματα για να επικοινωνεί με τον κυρίως ναό και δύο εισόδους, μία στη βόρεια και μία στη νότια πλευρά. Τον ναό περιέβαλε το περίστωο, πιθανό έργο του Νικηφόρου Α’ και της συζύγου του Άννας Παλαιολογίνας. Η μεγάλη στοά σε σχήμα Π περιέτρεχε όλες τις πλευρές του καθολικού. Στα ανατολικά της άκρα διαμορφωνόταν δύο τρουλαία παρεκκλήσια. Το βόρειο δεν είναι γνωστό που ήταν αφιερωμένο. Το νότιο του αγίου Βασιλείου έχει διασωθεί ως σήμερα. Το περίστωο στηριζόταν σε διπλή κιονοστοιχία, στη νότια και δυτική πλευρά και σε πεσσούς, στη βόρεια.

Επιγραφές: Σε έναν από τους δύο κίονες που αναστηλώθηκαν από τη δυτική πλευρά του περιστώου διακρίνονται δύο επιγραφές: Η μία «Ιω(άννης) Δεσπότ(ης)/ Σπάτας» αναφέρεται στον Αλαβανό, Γκίνη (Ιωάννη) Μπούα Σπάτα που υπήρξε δεσπότης της Άρτας μεταξύ 1374 και 1399. Η δεύτερη βρίσκεται στα αριστερά της: «Κ(ύρι)ε Ι(ησο)ύ Χ(ριστ)έ Υιέ Θ(ε)ού».
Σε άλλη επιγραφή στον βορειοδυτικό κίονα υπάρχει χαραγμένο το όνομα: «ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΟΥΝΙΛασ».
Τέλος, σε πλίνθινη πλάκα, που βρέθηκε στις ανασκαφικές εργασίες, πιθανότατα προερχόμενη από το περίστωο υπάρχει εγχάρακτο το όνομα του Νικηφόρου Α’.
Τοιχοποιία και εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομία του ναού ακολουθούσε, στο μεγαλύτερο μέρος, το πλινθοπερίκλειστο βυζαντινό σύστημα, δηλαδή λίθοι που περιβάλλονται από μία ή δύο σειρές πλίνθων. Οι εξωτερικοί τοίχοι του καθολικού κοσμούταν από τρεις σειρές αψιδωμάτων, σαφές στοιχείο επιδράσεις της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης. Από τις πλίνθους που αποκαλύφθηκαν στην ανασκαφή ανακαλούνται στοιχεία του πλούσιου κεραμοπλαστικού διακόσμου, όπως αβακωτές ζωφόροι, οδοντωτές ταινίες κά.

Γλυπτός διάκοσμος: Τα πλούσια ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας αποκάλυψαν ένα ενδιαφέρον σύνολο γλυπτού διακόσμου από το εσωτερικό του ναού που χαρακτηρίζεται από ποιότητα και ποικιλία.
Αρχικά είναι τα κιονόκρανα (λιγοστά βρέθηκαν ολόκληρα) από τον κυρίως ναό και το περίστωο που προέρχονται από παλαιοχριστιανικά και αρχαία κτήρια. Αξιοσημείωτα είναι τα ίχνη επιχρύσωσης που διασώζονται σε αρκετά τμήματα, ενώ παρατηρούνται πολλές ομοιότητες με τα κιονόκρανα της αγίας Θεοδώρας, στην Άρτα.
Μια άλλη κατηγορία γλυπτών αποτελεί η μαρμάρινη διακόσμηση των πυλώνων στις εισόδους του ναού, έντονα επηρεασμένη από την ρωμανική, μεσαιωνική τέχνη της Ευρώπης.
Τέλος, στη βυζαντινή τεχνοτροπία κατατάσσονται τα ανάγλυφα που προέρχονται, κυρίως από το τέμπλο και τα προσκυνητάρια του ναού.

Τοιχογραφίες: Από τις τοιχογραφίες του ναού σήμερα σώζονται μόνο λιγοστά σπαράγματα. Αναγνωρίζονται συλλειτουργούντες ιεράρχες στο βόρειο και νότιο τοίχο, ολόσωμοι άγιοι με ειλητάρια (περγαμηνές) και ζώνη με γεωμετρικό διάκοσμο.
Ξεχωριστή και με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον είναι η παράσταση της Παναγίας με τον Χριστό μπροστά στο στήθος που στέφει ζεύγος ηγεμόνων με δύο παιδιά. Η επιγραφή ενημερώνει ότι πρόκειται για τον δεσπότη Νικηφόρο Α (1269-1296), την σύζυγό του Άννα και τα δύο τους παιδιά.
Το καθολικό έφερε τοιχογραφίες και στους εξωτερικούς τοίχους όπως δείχνουν λιγοστά ίχνη.

Η περιοχή της Παντάνασσας χρησιμοποιήθηκε μετά την ερήμωση του καθολικού ως κοιμητήριο όπως αποδεικνύουν αρκετές ταφές γύρω από το ναό. Παλαιότερα είχε βρεθεί κοντά στη μονή μεγάλος παλαιοχριστιανικός άμβωνας (σήμερα στην Αρχαιολογική Συλλογή της Παρηγορίτισσας). Δεν μπορούμε, όμως να γνωρίζουμε, ούτε από ποια εκκλησία προέρχεται, ούτε αν χρησιμοποιήθηκε στην μονή.

Ναός Αγίας Παρασκευή του Δράκου

Ο Ναός της Αγίας Παρασκευής του Δράκου βρίσκεται 11 χιλιόμετρα βόρεια της Άρτας, πάνω από τον συνοικισμό της Αμπελιάς Αμμοτόπου και 2 χιλιόμετρα, περίπου βορειανατολικά της επαρχιακής οδού Άρτας-Χανόπουλου- Αμμότοπου. Απομονωμένος στη νότια περιοχή του Ξηροβουνίου, πάνω στις ομαλές πλαγιές της Γκελπερίνας, συνδέει την ίδρυσή του με την παρακείμενη σπηλιά ή δρακότρυπα όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι.

Ο θρύλος της ανέγερσης του ναού, αλλά και η προσωνυμία «του δράκου», βασίζεται στο γνωστό και ιδιαίτερα δημοφιλές θέμα της δρακοφονίας που συμβολίζει τη νίκη πάνω στο Κακό και σχετίζεται, κυρίως με τον άγιο Γεώργιο.

Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση στη σπηλιά κατοικούσε ένας δράκος που, μια φορά το χρόνο εμφανιζόταν στο πανηγύρι του χωριού και άρπαζε την πιο όμορφη κόρη. Οι κάτοικοι παρακάλεσαν την αγία Παρασκευή να τους απαλλάξει από το κακό κι έτσι η αγία συγκρούστηκε με το τέρας και το σκότωσε. Προς τιμή της οι κάτοικοι ανήγειραν το εκκλησάκι.

Η σπηλιά: Εντυπωσιακή για το μέγεθος και τα βραχώδη εξάρματα, η σπηλιά έχει άνοιγμα 4Χ4 μέτρα και είναι έως 30 μέτρα βαθιά. Η πρόσβαση στο εσωτερικό της γίνεται από τα βόρεια του ναού της αγίας Παρασκευής όπου μια απότομη σκάλα οδηγεί στην υπόγεια αίθουσα του σπηλαίου. Τα θεμέλια κτίσματος, πιθανόν παρεκκλησίου, που βρέθηκαν στην υπόγεια αυτή αίθουσα, υποδηλώνουν ότι το βάραθρο αποτελούσε χώρο λατρείας και από τα παλαιότερα χρόνια όπως συμβαίνει και σήμερα. Δίπλα από τα κτιστά κατάλοιπα διαμορφώνεται πηγάδι όπου, συμφώνα με τους κατοίκους στάζει νερό από τους σταλακτίτες την ημέρα της γιορτής της αγίας, στις 26 Ιουλίου. Στο δεξί τμήμα του σπηλαίου υπάρχει επιμήκης χώρος που ως σήμερα παραμένει ανεξερεύνητος.

Ιστορία – Μελέτες: Γραπτές μαρτυρίες για το ναό και τη σπηλιά δεν υπάρχουν. Στα χρόνια της επανάστασης του 1821, η εκκλησία πυρπολήθηκε. Τμήματα του τοίχου και του τρούλου ανακατασκευάστηκαν τον περασμένο αιώνα. Την αρχιτεκτονική του μνημείου μελέτησε πρώτος ο αρχαιολόγος, Π. Βοκοτόπουλος ο οποίος χρονολόγησε το εκκλησάκι, σύμφωνα με τα μορφολογικά του στοιχεία, στο β’ μισό του 11ου αιώνα.

Αρχιτεκτονική: Ο ναός, διαστάσεων 10,85Χ6,70μ., ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυρού. Έχει ψηλό, κυλινδρικό τρούλο και τετράγωνο νάρθηκα στα δυτικά που προεκτείνει την κάθετη κεραία του σταυρού. Στα ανατολικά καταλήγει σε ημικυκλική αψίδα. Η είσοδος γινόταν από πέντε θυραία ανοίγματα. Δύο στον κυρίως ναό, στη βόρεια και νότια πλευρά και από ένα στις τρεις πλευρές του νάρθηκα (βόρεια, νότια, δυτική). Σήμερα βρίσκονται σε χρήση μόνο οι είσοδοι από τη βόρεια και δυτική πλευρά του νάρθηκα. Οι υπόλοιπες είναι χτισμένες. Στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο ανήκει ο αρχαιότερος ναός του αγίου Βασιλείου Γέφυρας.

Εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομή αποτελείται από ακανόνιστους λίθους και η στέγη από γκρίζες σχιστόπλακες. Ο εξωτερικός διάκοσμος αποτελείται από οδοντωτή ταινία που ορίζει περιμετρικά το τύμπανο και τα παράθυρα του τρούλο. Ίδια ταινία φαίνεται ότι περιέτρεχε ολόκληρο το μνημείο όπως μαρτυρούν σχετικά κατάλοιπα στους τοίχους του ναού.

Εσωτερικός διάκοσμος: Εσωτερικά ο ναός καλύπτεται από καμάρες, ενώ διαμορφώνονται τέσσερις κόγχες στο πάχος του τοίχου στη βόρεια και νότια πλευρά (εγκάρσια κεραία του σταυρού). Οι επιφάνειες των τοίχων στο εσωτερικό είναι επιχρισμένες και δεν φαίνεται να υπήρχαν τοιχογραφίες, ενώ το ξύλινο τέμπλο τοποθετήθηκε, ίσως τον 19ο αιώνα.

Παρά την έλλειψη ζωγραφικού διακόσμου το μνημείο έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ανήκει στην μεσοβυζαντινή περίοδο. Μαζί με τον άγιο Δημήτριο Κατσούρη, τον άγιο Βασίλειο Γέφυρας και την Παναγία Κορωνησίας, αποτελεί δείγμα αρχιτεκτονικής της εποχής πριν την ίδρυση Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Ο Ναός της αγίας Παρασκευής του δράκου έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

 

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννόησης με την Ενορία Αμπελίων:  π. Χρ. Μητροπάνος 6932404992

Ναός Αγίου Νικολάου της Ροδιάς

Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου της Ροδιάς βρίσκεται 4 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Άρτας, στο χωριό Κιρκιζάτες. Η προσωνυμία «της Ροδιάς» παρέμεινε από την εποχή που υπαγόταν ως μετόχι στο μοναστήρι της Παναγίας Ροδιάς ή Ρόδον το Αμάραντον, που βρίσκεται κοντά στο χωριό, Βίγλα.
Έρευνα και χρονολόγηση: Οι ιστορικές μαρτυρίες για το μνημείο είναι πενιχρές με την παλαιότερη αναφορά να εντοπίζεται το 1884, στο έργο «Δοκίμιον ιστορικόν περί ‘Aρτης και Πρεβέζης» του Σεραφείμ Ξενόπουλου, μητροπολίτη Άρτας κατά τον 19ο αιώνα. Από τα δεδομένα της έρευνα, η ίδρυση του ναού ανάγεται στις αρχές του 13ου αιώνα και σύμφωνα με τις ανασκαφικές εργασίες θεμελιώθηκε πάνω σε αρχαιότερο ναό του 9ου ή 10ου αιώνα, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα μνημεία στην περιοχή.
Μέχρι το 1959, το μνημείο ήταν επιχωμένο στο μεγαλύτερο τμήμα του, γεγονός που συνετέλεσε στην διατήρησή του. Με το ναό ασχολήθηκε διεξοδικά ο αρχιτέκτονας, Αναστάσιος Ορλάνδος, ο οποίος απέδωσε την πρώτη σχεδιαστική αναπαράσταση το 1936 και μετά την αποχωμάτωσή του προχώρησε στις αναστηλωτικές εργασίες. Νεώτερη ανασκαφική έρευνα το 2020 εξωτερικά του μνημείου απέδειξε ότι ο χώρος μεταξύ ναού και του περιστώου χρησίμευσε ως χώρος ταφής.

Αρχιτεκτονική: Χωρίς να έχει επιβλητικό όγκο, ούτε περίτεχνη εξωτερική διακόσμηση, ο ναός αγίου Νικολάου της Ροδιάς, αποπνέει γραφικότητα εξαιτίας του μικρού του μέγεθος και των επιμέρους αρχιτεκτονικών όγκων του. Το μνημείο έχει διαστάσεις κάτοψης 5,25Χ5,67μ. και είναι κατασκευασμένο στον τύπο δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο. Ο τύπος είναι γνωστός σε μνημεία της Άρτας, όπως, για παράδειγμα η Κόκκινη Εκκλησιά.
Το ιερό είναι τριμερές (χωρίζεται, δηλαδή με τοίχους που φέρουν τοξωτά θυραία ανοίγματα για την επικοινωνία των τριών χώρων). Η ανατολική αψίδα στο ιερό έχει ορθογώνιο σχήμα και οι κόγχες του διακονικού και της προθέσεως διαμορφώνονται στο πάχος του τοίχου. Η οροφή του κυρίως ναού αποτελείται από δύο καμάρες που σχηματίζουν σταυρό με ένα οκτάπλευρο, ψηλό τρούλο να υψώνεται στην διασταύρωση των κεραιών τους. Με καμάρα στεγάζεται και ο νάρθηκας. Δίριχτες και μονόριχτες στέγες καλύπτουν εξωτερικά τα στοιχεία της οροφής.
Το δάπεδο του ναού ήταν επιχωμένο και εντοπίστηκε σε βάθος 1ος μέτρου, σε πρόσφατη ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων.
Ο ναός διέθετε περίστωο, ενώ η είσοδος γινόταν από τρεις πύλες μια σε κάθε πλευρά, δυτική, βόρεια και νότια. Σήμερα είναι σε χρήση μόνο η δυτική είσοδος, καθώς οι υπόλοιπες έχουν εντοιχιστεί.

Γλυπτός διάκοσμος και Τοιχογραφίες:
Τόσο ο γλυπτός, όσο και ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού του αγίου Νικολάου της Ροδιάς, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παρουσιάζουν περισσότερες ομοιότητες με μνημεία της προγενέστερης, μεσοβυζαντινής περιόδου, παρά με αυτά της υστεροβυζαντινής εποχής της ίδρυσης του Δεσποτάτου της Ηπείρου που είναι σύγχρονά τους.
Τα κιονόκρανα των κιόνων στο εσωτερικό της εκκλησίας έχουν σχήμα κόλουρου κώνου. Όλες οι πλευρές τους είναι πλούσια διακοσμημένες με ανάγλυφα σχηματοποιημένα φυτικά και ζωικά θέματα και σταυρούς.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού είναι από τα σπάνια ζωγραφικά σύνολα που διασώζονται από τις αρχές του 13ου αιώνα, την πρώιμη, δηλαδή εποχή του Δεσποτάτου. Εκτός από τα αρχαϊστικά, τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του, ιδιαιτερότητα παρουσιάζει και το εικονογραφικό πρόγραμμα όπου αποδίδονται θέματα που συναντώνται μόνο στο Άγιον Όρος και το Βατικανό. Σπάνια είναι και η παράσταση του γνωστού θαύματος του Αγίου Νικολάου κατά το οποίο κατευνάζει τη θαλασσοταραχή και σώζει το πλοίο με το οποίο ταξίδευε προς τα Ιεροσόλυμα. Άλλες σκηνές που αποδίδονται είναι η ένθρονη, βρεφοκρατούσα Πλατυτέρα στην κόχη του ιερού και η κοινωνία των Αποστόλων που αναπτύσσεται στο βόρειο και νότιο τοίχο του. Στον ίδιο χώρο εικονογραφείται η Ανάληψη του Χριστού μέσα σε μετάλλιο που κρατούν τέσσερις Άγγελοι, οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, ο Παλαιός των Ημερών, τα Εισόδια της Θεοτόκου κ.ά. Στον κυρίως ναό υπάρχουν σκηνές από τα Πάθη του Χριστού, η κοίμηση της Θεοτόκου, ολόσωμοι άγιοι κά. Σπάνιες για τη μνημειακή ζωγραφική είναι δύο παραστάσεις με τους Επτά παίδας εν Εφέσω και τους Τρεις παίδας εν καμίνω που διακρίνονται στους πλάγιους χώρους του ναού. Ο βίος του αγίου Νικολάου ιστορείται στο νάρθηκα, ενώ στις πρόσφατες διερευνητικές εργασίες του 2014-2015 αποκαλύφθηκε παράσταση γρύπα.
Οι σκηνές προβάλλονται σε βαθύ γαλάζιο βάθος , οι επιγραφές είναι μεγαλογράμματες και οι ψηλόλιγνες μορφές αποδίδονται με έντονα περιγράμματα και συγκρατημένες χειρονομίες.

Ναός Παναγιάς της Ροδιάς

Η Μονή Ροδιάς ή Ροϊδιάς ή Ρόδο το Αμάραντο, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, βρίσκεται στους πρόποδες της ΝΔ πλαγιάς του Μαυροβουνίου (υψ.329μ.), πάνω από τη ΒΑ όχθη της λιμνοθάλασσας της Ροδιάς, δυτικά της Άρτας και ανάμεσα στα χωριά Βίγλα – Στρογγυλή. Ανεγέρθηκε το 1860 στη θέση παλιότερου βυζαντινού καθολικού, γνωστό στις γραπτές πηγές με την προσωνυμία “Ρόδον το Αμάραντον”, κατά τον ομώνυμο εικονογραφικό τύπο της εικόνας της Παναγίας. Από την ίδια εικόνα έλαβε την επωνυμία «Ροδιά», τόσο η νεώτερη εκκλησία, όσο και η λιμνοθάλασσα.
Ο χρόνος ίδρυσης του βυζαντινού καθολικού δεν είναι επιβεβαιωμένος. Κατά τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, μητροπολίτη Άρτας του 19ου αιώνα, ανάγεται στο 970. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του αναγέρθηκε στη θέση αυτή σταυροπηγιακό μοναστήρι, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιωάννης Τσιμισκής και Πατριάρχης ο Βασίλειος. Η πληροφορία είναι αρκετά αξιόπιστη, εφόσον βασίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που παραθέτει ο μητροπολίτης και αναφορές που, σύμφωνα με τον ίδιο, άντλησε από αρχαία χειρόγραφα που υπήρχανε στο μοναστήρι και που, δυστυχώς σήμερα δε σώζονται. Απ’ την ίδια πηγή μαθαίνουμε ότι το μοναστήρι έφτασε σε μεγάλη ακμή και είχε στην κατοχή του πολυάριθμα κτήματα, ιχθυοτροφείο καθώς και τέσσερα μετόχια, μεταξύ των οποίων και το βυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου της Ροδιάς στις Κιρκιζάτες. Αρχαιότερη θεωρεί την μονή ο Παναγιώτης Αραβαντινός, χρονογράφος του 19ου αιώνα που τοποθετεί χρονικά την ίδρυσή της στο 925. Αναφέρει, μάλιστα ότι τον 18ο αιώνα το μοναστήρι είχε εισόδημα 8.000 γρόσια το χρόνο.
Το μοναστήρι πρωτοστατούσε συχνά στον αγώνα κατά των Τούρκων και πολλές φορές έγινε στόχος βάρβαρων επιδρομών. Στα χρόνια της επανάστασης καταστράφηκε ολοσχερώς. Τα κτήματα αρπάχτηκαν απ’ τους Τούρκους και ο ναός ερειπώθηκε. Παρέμεινε έτσι ως το 1860, οπότε στη θέση του κτίστηκε ο περικαλλής σημερινός ναός.
Πρόκειται για μεγάλη μονόχωρη, σταυρεπίστεγη, θολωτή βασιλική με θολωτό νάρθηκα και έναν πολύ μικρής διαμέτρου, ψηλό τρούλο που προσφέρει στο σύνολο κομψότητα και χάρη. Ο ιδιότυπος αυτός τρούλος είναι και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Μοναδικός στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Ηπείρου προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα στο μνημείο. Οι στέγες είναι πλακοσκεπείς με εμφανή την προσπάθεια του τεχνίτη να τονίσει το σχήμα του σταυρού. Οι δύο θόλοι στις κάθετες κεραίες του «σταυρού» έχουν εξωτερικά τη μορφή αετώματος συμβάλλοντας, έτσι στην εξωτερική ποικιλομορφία του συνόλου.
Η τοιχοδομή είναι πολύ επιμελημένη στις γωνίες, με μοναδική εξωτερική διακόσμηση, απλή οδοντωτή ταινία στα γείσα του κύριου κτίσματος και διπλή στα γείσα του τρούλου και της κόγχης του ιερού. Ο τετράγωνος νάρθηκας προστέθηκε αργότερα όπως είναι εμφανές από την τοιχοποιία, σίγουρα όμως πριν το 1884, αφού τη χρονιά αυτή έγινε η εικονογράφησή του.
Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο και διατηρημένο σε πολύ καλή κατάσταση. Σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στο εσωτερικό υπέρθυρο της νότιας εισόδου, η εικονογράφηση έγινε το 1884 από Σαμαρινιούς ζωγράφους και παρουσιάζει τη γνωστή, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, διάταξη σε ζώνες, με ολόσωμους αγίους κάτω, στηθάρια αγίων στη μέση και ευαγγελικές σκηνές ή σκηνές απ’ το εορτολόγιο στις πάνω ζώνες. Βασικά στοιχεία της τεχνοτροπίας των παραστάσεων είναι τα έντονα χρώματα και τα ραδινά πρόσωπα με τις μειλίχιες εκφράσεις που δε θυμίζουν τη γνωστή αυστηρότητα των βυζαντινών, αλλά πλησιάζουν, μάλλον τη χιοναδίτικη αγιογραφική παράδοση. Ο ναός της Παναγίας της Ροδιάς, αποτελεί αξιολογότατο αρχιτεκτονικό και αγιογραφικό μνημείο της μεταβυζαντινής ζωγραφικής παράδοσης.
Όχι μακριά απ’ το ναό, στα ριζά της ίδιας βραχώδους πλαγιάς, βρίσκεται σπήλαιο το οποίο για πολλά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως ασκηταριό, όπως υποδηλώνουν τα ίχνη τοιχογραφιών στα τοιχώματα του. Σύμφωνα με την παράδοση – την οποία διασώζει ο χρονογράφος της Ηπείρου, Αραβαντινός – εκεί ασκήτεψε ο Άγιος Βλάσιος της Σεβαστείας. Δυστυχώς, βάρβαρες επεμβάσεις εξαφάνισαν τη λάμψη αυτών των τοιχογραφιών βεβηλώνοντας και το χώρο, αφού απ’ ό,τι φαίνεται, το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως στάβλος.

 

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννοήσεως με Ι.Μ. Προφήτου Ηλίου (Φλάμπουρα) π. Νίκων 6973430411

Ιερά Μονή Κάτω Παναγιάς

Το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς στην όχθη του ποταμού Αράχθου, είναι χτισμένο σε υψόμετρο 40μ, στους πρόποδες του λόφου της Περάνθης, νότια της Άρτας και πάνω στην επαρχιακή οδό, Άρτας Κομμένου που οδηγεί στα καμποχώρια.
Αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου, πήρε στα νεώτερα χρόνια την προσωνυμία «Κάτω Παναγιά», πιθανότατα για να διακρίνεται από τον ναό της Παναγίας της Παρηγορήτισσας που δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της πόλης. Σε παλαιότερες πηγές, κατά την οθωμανική περίοδο αναφέρεται και ως «Μονή κατά την οδόν της Βρύσεως».

Ίδρυση – χρονολόγηση-ιστορικές αναφορές: Κτίστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα από τον δεσπότη Μιχαήλ Β’ Κομνηνό Δούκα, όπως μας πληροφορεί η αρχαιότερη γραπτή πηγή, που προέρχεται από τον μοναχό Ιώβ Μελία, βιογράφο της αγίας Θεοδώρας και σύγχρονο του ηγεμόνα. Σύμφωνα με την ίδια γραπτή παράδοση, ο Μιχαήλ Β’ Δούκας ίδρυσε την μονή, μαζί με το μοναστήρι της Παναγίας Παντάνασσας, σε ένδειξη μεταμέλειας για την μοιχεία που διέπραξε και την εξορία της συζύγου, Θεοδώρας, μετέπειτα αγίας και σημερινής πολιούχου της Άρτας. Τον δεσπότη Μιχαήλ Β’ υποδεικνύουν ως κτήτορα της μονής και μεταγενέστερες ενθυμήσεις (σύντομα κείμενα ανώνυμων συγγραφέων που αναφέρονται σε χρονολογίες και σημαντικά γεγονότα), καθώς και ύστερη επιγραφή στο υπέρθυρο της βόρειας εισόδου.
Η ίδρυση του μοναστηριού της Γενέσεως της Θεοτόκου συμπίπτει με την εποχή της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου και σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες είχε συνεχή δράση μέσα στο χρόνο. Ο μητροπολίτης Άρτας του 19ου αιώνα, Σεραφείμ Ξενόπουλος αναφέρει ότι τον 15ο αιώνα ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ (1447-1512) φιλοξενήθηκε στη μονή και επικύρωσε με φιρμάνι την κτηματική περιουσία της. Το 16ο αιώνα ο πατριάρχης Ιερεμία Β΄ προσαρτά ως μετόχι στην Κάτω Παναγιά, το μοναστήρι της Παναγίας Παρηγορήτισσας που τότε βρισκόταν σε παρακμή. Το γεγονός αναφέρετε σε σιγίλιο (επίσημο έγγραφο) του πατριάρχη, το έτος 1578. Στην ίδια πηγή το μοναστήρι αναφέρεται ως ανδρική, βασιλική πατριαρχική μονή, ενώ λίγο αργότερα, το 1604, με σιγίλιο του πατριάρχη Ραφαήλ Β΄ η Κάτω Παναγιά προσαρτά και τη μονή των αγίων Αποστόλων.
Η κτηματική περιουσία της μονής ήταν κατά καιρούς πολύ μεγάλη αφού έφθανε να περιλαμβάνει ολόκληρα χωριά, αλυκές και ιχθυοτροφία, ακόμη και λιμάνι. Υπήρξε μαζί με το μοναστήρι της Βλαχέρνας και της Παναγίας (Θεοτόκιο) καταφύγιο των κατοίκων κατά την επιδημία της πανώλης, τα έτη 1816-1817 και σε όλο τον 19ο αιώνα δαπανά τεράστια ποσά για σχολεία και εκπαιδευτήρια της επαρχίας Άρτας και Πρέβεζας.
Με το μνημείο ασχολήθηκαν περιηγητές και μελετητές από τον 18ο αιώνα. Η πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη συντάχθηκε το 1936 από τον αρχιτέκτονα Α. Ορλάνδο.

Αρχιτεκτονική: Σύμφωνα με τη σημερινή μορφή, το κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού της Κάτω Παναγιάς, χτισμένο πάνω σε βραχώδες επικλινές έδαφος, περιβάλλεται από ισχυρό περίβολο και περιλαμβάνει το καθολικό, το παρεκκλήσι της αγίας Άννας, τα κελιά και βοηθητικά κτίρια που πλαισιώνουν το ναό, κυρίως από τη νοτιοδυτική και βόρεια πλευρά.
Το ορθογώνιο καθολικό, διαστάσεων 11,45Χ15,10μ. ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης σταυρεπίστεγης βασιλικής με τρούλο. Τα κλίτη χωρίζονται εσωτερικά με κιονοστοιχίες και το ιερό είναι τριμερές (οι χώροι ορίζονται από εγκάρσιους τοίχους με θυραία, τοξωτά ανοίγματα). Οι κόγχες του ιερού είναι τρίπλευρες και διακριτές από την εξωτερική πλευρά. Η κεντρική, του ιερού βήματος, είναι μεγαλύτερη και έχει αμβλείες πλευρές, ενώ οι πλαϊνές, του διακονικού και της πρόθεσης είναι ορθογώνιες και χαμηλότερες.
Κατά μήκος της δυτικής πλευράς διαμορφώνεται στενόμακρος νάρθηκας που δεν διαχωρίζεται εμφανώς από τον κυρίως ναό, παρά με δύο παραστάδες που εξέχουν από τους πλάγιους τοίχους. Παλαιότερα υπήρχε και εξωνάρθηκας όπως μαρτυρούν, η πρώτη σχεδιαστική αναπαράσταση του ναού που έγινε το 1745, από τον ρώσο περιηγητή V. Grigorovich Barskij και τα σχέδια του Α. Ορλάνδου, τα έτη 1911, 1936. Το πλακόστρωτο δάπεδο του εξωνάρθηκα και πολλά άλλα αρχιτεκτονικά του στοιχεία αποκαλύφθηκαν ύστερα από ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε το 2015.
Η στέγαση του ναού γίνεται με καμάρες. Η κεντρική καμάρα του μεσαίου κλίτους διασταυρώνεται με την εγκάρσια και ψηλότερη καμάρα του ιερού. Στο σημείο που ενώνονται υψώνεται ορθογώνιος τρούλος. Εξωτερικά η στέγαση δημιουργεί πολλά επίπεδα δίνοντας εικόνα πολυμορφίας.
Η κύρια είσοδος του ναού είναι στην νοτιοδυτική γωνία.

Τοιχοποιία εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομή ακολουθεί το βυζαντινό, πλινθοπερίκλειστο σύστημα με λαξευμένες πέτρες από πωρόλιθο και αρχαίο υλικό που ορίζονται περιμετρικά από σειρά πλίνθων. Οι τοίχοι κοσμούνται εξωτερικά από πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και πλίνθινες επιγραφές.
Εσωτερικός διάκοσμος:
Γλυπτά: Οι κιονοστοιχίες που χωρίζουν τα κλίτη φέρουν κιονόκρανα και βάσεις της υστερορωμαϊκής περιόδου, προερχόμενα πιθανόν από κτίσματα της Αμβρακίας. Πολλά έχουν τοποθετηθεί αντίστροφα συμφώνα, προφανώς με τις αισθητικές ανάγκες της εποχής.
Τοιχογραφίες: Στο ζωγραφικό διάκοσμο που καλύπτει εξ ολοκλήρου το ναό αναγνωρίζονται τρεις βασικές φάσεις.
Οι τοιχογραφίες της πρώτης φάσης ανάγονται στην ίδρυσή του ναού, τον 13ο αιώνα και σώζονται στο διακονικό. Περιλαμβάνουν θέματα όπως, ο Παλαιός των ημερών, ο Χριστός δωδεκαετής στο ναό, ο Χριστός σε προτομή, ολόσωμοι άγιοι. Το βάθος των σκηνών είναι βαθύ κυανό και οι επιγραφές μεγαλογράμματες. Ο γραπτός διάκοσμος του διακονικού ανήκει στα σπάνια σύνολα των τοιχογραφιών που χρονολογούνται την εποχή της ακμής του Δεσποτάτου και γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Στη δεύτερη φάση ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του εικονογραφικού προγράμματος και χρονολογείται το 1715, σύμφωνα με επιγραφή που υπήρχε στην είσοδο του εξωνάρθηκα. Στον τρούλο αποδίδεται η Ανάληψη του Χριστού, ενώ αριστερά και δεξιά στην καμάρα παρατηρείται ο Χριστός ως Μεγάλης Βουλής Άγγελος και ο Χριστός στη Δόξα Του. Στους τοίχους, μαζί με αγίους ολόσωμους και σε μετάλλια, ιστορούνται σκηνές από το Δωδεκάορτο. Άλλα θέματα που αποδίδονται είναι ο Χριστός Εμμανουήλ, Μέγας Αρχιερέας και Παντοκράτορας, σκηνές από το θείο Πάθος, η έγερση του Λαζάρου, η Βαϊφόρος κά.
Η τρίτη ζωγραφική φάση που χρονολογείται βάση επιγραφής το 1857 εντοπίζεται στην κόγχη του ιερού όπου αποδίδονται σε τρεις ζώνες, η Πλατυτέρα, άγγελοι σε μετάλλια και η κοινωνία των Αποστόλων.

Στο καθολικό της μονής της Κάτω Παναγιάς έχουν γίνει εργασίες επισκευής, συντήρησης και ανασκαφής σε διάφορες φάσεις από τα μέσα του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα.

Η Κάτω Παναγιά είναι από το 1956 ενεργό, γυναικείο μοναστήρι με αξιόλογη κοινωνική δράση.

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννόησης με την Ιερά Μονή
Τηλέφωνο: 2681027660

Ναός Αγίου Δημητρίου Κατσούρη

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου Κατσούρη βρίσκεται στον κάμπο της Άρτας, στο χωριό Πλησιοί, 5 χιλιόμετρα ΝΔ της πόλης και δίπλα στον οικισμό Κωστακιοί.
Χρονολογείται στο α’ μισό του 9ου και αποτελεί το αρχαιότερο μεσοβυζαντινό μνημείο της Άρτας.

Γραπτές αναφορές-χρονολόγηση: Σημαντική γραπτή αναφορά στο μνημείο προέρχεται από το 1229, σε συνοδική επιστολή του Ιωάννη Αποκαύκου, μητροπολίτη Ναυπάκτου. Ο ιεράρχης μας πληροφορεί ότι ο ναός υπήρξε καθολικό ονομαστού μοναστηρίου που βρισκόταν στη δικαιοδοσία του, μαζί με κάποιες άλλες μονές της περιοχής. Με τον συνοδικό ορισμό τις παραχωρούσε όλες στην κυριότητα του επισκόπου Άρτας. Η παραχώρηση, μάλιστα του Αγίου Δημητρίου πραγματοποιήθηκε από τον πατριάρχη Γερμανό Β’, καθώς η μονή ήταν σταυροπηγιακή, υπαγόταν, δηλαδή στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου.
Η προσωνυμία «Κατσούρη» δεν είναι γνωστό από πού προέρχεται. Χαρακτήριζε, πάντως το μοναστήρι, τουλάχιστον από τις αρχές του 13ου αιώνα, εφόσον αναφέρεται στη συνοδική επιστολή του Αποκαύκου. Φαίνεται ότι τον 13ο αιώνα, η μοναστική κοινότητα του Αγίου Δημητρίου απολάμβανε οικονομική ευρωστία, κάτι που συμφωνεί και με την ακμή του Δεσποτάτου, την ίδια εποχή. Στις αρχές του 13ου αιώνα, εξάλλου τοιχογραφήθηκε για πρώτη φορά ο ναός.
Για τα μετέπειτα χρόνια δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Το μοναστήρι επιβίωσε, πιθανώς ως τον 18ο αιώνα οπότε και διαλύθηκε. Ο ναός δέχτηκε οικοδομικές επεμβάσεις , στον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα και σήμερα είναι κοιμητηριακός.

Αρχιτεκτονική: Ο ναός του Αγίου Δημητρίου Κατσούρη είναι κτισμένος σε μια σπάνια, παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου. Στην διασταύρωση των κεραιών του σταυρού υψώνεται φαρδύς, κυλινδρικός τρούλος με κωνική στέγη. Ο ανατολικός τοίχος του ιερού καλύπτεται από τρεις ημικυλινδρικές κόγχες, με την κεντρική να ανοίγεται σε όλο το πλάτος του ιερού βήματος και να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του ύψους του. Ομοίως και οι πλαϊνές ανοίγονται στο μεγαλύτερο μέρος του τοίχου, ακλουθώντας τις μικρότερες διαστάσεις της πρόθεσης και του διακονικού. Δικλινείς και μονόριχτες στέγες καλύπτουν εξωτερικά τις καμάρες που αποτελούν τις οροφές των χώρων του ναού.
Ο Δ. Πάλλας χαρακτήρισε τον τύπο του ναού ως δρομικό σταυροειδή εγγεργραμμένο, ενώ ο Π. Βοκοτόπουλος τον ονόμασε οκτάστυλο σταυροειδή.
Πολύ μεταγενέστερος είναι ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά που προστέθηκε, το 1868, ενώ το καμπαναριό κατασκευάστηκε το 1911.

Εσωτερικά ο τρούλος του ναού στηρίζεται πάνω σε τέσσερεις ογκώδεις πεσσούς με ακανόνιστο σχήμα. Μεταξύ των πεσσών του τρούλου και των τοίχων του ναού, στα ανατολικά και δυτικά διαμορφώνεται δίλοβα παράθυρα με μαρμάρινους κίονες στο κέντρο. Πρόκειται για άλλη μια μορφολογική ιδιομορφία του αρχιτεκτονικού τύπου. Η τοξοστοιχία που δημιουργείται στο εσωτερικό τονίζει τον κατά μήκος άξονα του ναού και δίνει στο κτίσμα την εντύπωση της βασιλικής. Αυτός, άλλωστε είναι ο λόγος που Δ. Πάλλης το χαρακτήρισε, δρομικό.
Στη αψίδα του ιερού ανοιγόταν τρίλοβο παράθυρο που σήμερα έχει χτιστεί.
Η είσοδος στο ναό γινόταν από τρεις εισόδους στη δυτική πλευρά, από τις οποίες η κεντρική μειώθηκε σε ύψος την περίοδο της τουρκοκρατίας και οι πλαϊνές γίνανε παράθυρα που ανοίγονταν στον μεταγενέστερο νάρθηκα.
Τα ακανόνιστα μορφολογικά στοιχεία του μνημείου οφείλονται σε κατάλοιπα παλαιότερου ναού που βρισκόταν στην ίδια θέση και τα οποία ενσωμάτωσε ο μεσοβυζαντινός ναός.

Τοιχοδομία-εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομία του ναού αποτελείται από ακανόνιστους λίθους ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται, διάσπαρτες πλίνθοι. Είναι απλή, χωρίς κεραμοπλαστικό διάκοσμο, εκτός από τις οδοντωτές ταινίες που κοσμούν περιμετρικά τον τρούλο, την κεντρική αψίδα και ανώτερα σημεία των τοίχων, κάτω από τη στέγη.

Εσωτερική διακόσμηση:
Γλυπτός διάκοσμος: Στον γλυπτό διάκοσμο του ναού ανήκουν οι κιονίσκοι των δίλοβων παραθύρων. Είναι αράβδωτοι, εκτός από τον ιωνικό στο βορειοδυτικό παράθυρο και επιστέφονται με ιωνικά κιονόκρανα σε δεύτερη χρήση που χρονολογούνται στη ρωμαϊκή περίοδο. Όλα τα κιονόκρανα φέρουν ακόσμητα επιθήματα. Από την ίδια εποχή προέρχεται και τμήμα μαρμάρινου επιστηλίου που είναι τοποθετημένο στο δυτικό τοίχο, πάνω από το βορειοανατολικό παράθυρο.
Σύγχρονα με το ναό είναι τα επιθήματα των κιονίσκων στο τρίλοβο παράθυρο της αψίδας που κοσμούνται με έναν σταυρό με πεπλατυσμένα άκρα. Ομοίως, σύγχρονο είναι και ένα ιωνικό κιονόκρανο με συμφυές επίθημα που βρίσκεται στο νότιο τοίχο και αποτελεί απλούστευση του τύπου που κυριαρχούσε τον 6ο αιώνα. Ο λιτός διάκοσμος της εποχής της ίδρυσης του ναού δεν μπορεί να μη παραπέμπει στην εικονομαχία που τότε ήταν στη δεύτερη και σκληρότερη φάση της.
Στον γλυπτό εσωτερικό διάκοσμο ανήκουν και δύο μεταγενέστερα, μαρμάρινα θωράκια με πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση. Είναι προσαρμοσμένα στη δυτική όψη των ανατολικών πεσσών και πρέπει να σχετίζονται με τις φάσεις του τέμπλου, μετά τον 11ο αιώνα. Το πρώτο (0,94Χ0,63Χ0,18μ,) αριστερά της Ωραίας Πύλης, χρονολογείται τον 11ο αιώνα και αποδίδει αλυσιδωτό σταυρό μέσα σε κύκλο, περιτριγυρισμένο από πυκνή φυτική διακόσμηση. Στο πάνω μέρος του θωρακίου πατά τμήμα λοξότμητου γείσου σε δεύτερη χρήση, προερχόμενο από κάποιο επιστήλιο. Άλλο κομμάτι του ίδιου γείσου υπάρχει πάνω από το υπέρθυρο της δυτικής εισόδου.
Το δεύτερο θωράκιο (1,17Χ0,95Χ0,18μ), στα δεξιά της Ωραίας Πύλης έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα, στην πρώτη φάση της εικονογράφησης του ναού και στην ακμή του Δεσποτάτου. Η επιφάνειά του σκαλίζεται σύμφωνα με την γνωστή, για τη βυζαντινή τέχνη, επιπεδόγλυφη τεχνική κατά την οποία οι μορφές διαμορφώνονται με το σκάλισμα του βάθους. Παριστάνει στο κέντρο αετό που κρατά στα πόδια του λαγό. Η σκηνή τοποθετείται μέσα σε ρόμβο και περιβάλλεται από πλούσια διακοσμημένη ταινία. Ανάμεσα στις γλυφές του αναγλύφου εντοπίζονται ίχνη έγχρωμης κηρομαστίχης (μίγμα κεριού, μαρμαροκονίας και κόκκινου χρώματος) που διακοσμούσε την παράσταση. Το θωράκιο έχει δικό του, συμφυές γείσο με ανθεμωτό κυμάτιο και σταυρό, στο κέντρο.
Το τέμπλο του ναού ήταν αρχικά μαρμάρινο, μετά χτιστό και στη συνέχεια ξύλινο. Σήμερα το τέμπλο είναι κτιστό στην πρόθεσης και το διακονικό και ξύλινο στο Ιερό Βήμα,

Ζωγραφικός διάκοσμος: Εξαιρετικό ενδιαφέρον, αν και μαυρισμένες έχουν οι τοιχογραφίες του ναού, όχι μόνο για την καλλιτεχνική τους αρτιότητα, αλλά και για τον τρόπο απόδοσης του εικονογραφικού προγράμματος της πρώτης φάσης του γραπτού διακόσμου.

Α’ φάση: Η πρώτη εικονογράφηση χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα, όταν πρέπει να βρισκόταν, ακόμη στη δικαιοδοσία της μητρόπολης της Ναυπάκτου.
Από αυτήν την φάση διασώζεται μέρος του ζωγραφικού διακόσμου του ιερού, οι τέσσερις ευαγγελιστές στα λοφία του τρούλου, οι παραστάσεις της Γέννησης και της Υπαπαντής στα νότια του κυρίως ναού και εξ’ ολοκλήρου οι τοιχογραφίες του τρούλου.
Από το ιερό στην πρώτη φάση ανήκουν οι πέντε άγιοι στον τοίχο της κεντρικής κόγχης (Επιφάνειος, Νικηφόρος, Βλάσιος, Μόδεστος, Πολύκαρπος) και η Κοινωνία των Αποστόλων, που σε μεγάλο μέρος καλύπτεται από την ίδια παράσταση της δεύτερης φάσης. Πιθανότατα σε αυτή την πρώτη φάση ανήκουν και παραστάσεις στο χώρο του Διακονικού, αν και έχει θεωρηθεί ότι πρόκειται, είτε για διαφορετικό ζωγράφο, είτε για κάποια άλλη φάση.. Μερικές από αυτές είναι η θυσία του Αβραάμ, η Παναγία η Βάτος, οι τρεις άγγελοι με την επιγραφή «η Φιλοξενία του Αβραάμ» κά.
Η ιστόρηση του τρούλου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Στο κέντρο αποδίδεται ο Χριστός Παντοκράτορας, η μορφή του οποίου διατηρείται τμηματικά. Ακολουθούνε περιμετρικές ζώνες που παριστάνουν αγγέλους και ολόσωμους προφήτες με ειλητάρια (περγαμηνές). Μεταξύ των αγγέλων υπάρχει η επιγραφή: «ΚΕ ΠΡΟCΚΥΝΥCΑΤΩΣΑΝ ΑΥΤΟΝ ΠΑΝΤΕC ΑΓΚΕΛΥ Θ(Ε)ΟΥ. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως συνίσταται στις επιγραφές των ειληταρίων που κρατούν οι προφήτες που σε συνδυασμό με την εικονογραφική σύνθεση αποπνέουν ένα συμβολικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη το εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλου εμπεριέχει συμβολισμούς που αποδίδουν εικαστικά το όραμα των δεσποτών της Ηπείρου να ανακαταλάβουν την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους, εξαιτίας της κατάληψης της οποίας, το 1204, την είχαν εγκαταλείψει. Θεωρείται, μάλιστα ότι πίσω από την έμπνευση για μια τέτοια εικονογραφική απόδοση θα πρέπει να φανταστούμε μια προσωπικότητα μεγάλου πνευματικού διαμετρήματος, ίσως τον Ιωάννη Απόκαυκο, μητροπολίτη Ναυπάκτου που τότε είχε ακόμη το μοναστήρι στη δικαιοδοσία του.

Β’ φάση: Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αιώνα και είναι έργο σημαντικού καλλιτέχνη, καθώς εισάγει στοιχεία της πρώιμης παλαιολόγειας αναγέννησης, που αποτελεί τομή στην βυζαντινή ζωγραφική τέχνη. Οι μορφές είναι μνημειακές, αποκτούν όγκο, με περισσότερο φυσιοκρατική απόδοση των πτυχώσεων και μεγαλύτερη εκφραστικότητα των προσώπων. Σκηνές από το εικονογραφικό πρόγραμμα της δεύτερης φάσεις είναι, η δεόμενη Παναγία με τον Χριστό στην κόγχη του ιερού και η Κοινωνία των Αποστόλων που τοποθετείται πάνω από την αρχική παράσταση, η Φιλοξενία του Αβραάμ στο διακονικό όπου βρίσκεται και η ίδια παράσταση της προηγούμενης ζωγραφικής φάσης, και άλλα θέματα όπως η Βαϊφόρος, η Εις Άδου Κάθοδος, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο Χριστός εν Ετέρα μορφή, μετά την Ανάσταση, κλπ..

Οι τοιχογραφίες του αγίου Δημητρίου Κατσούρη, έχουν μεγάλη αξία καθώς μαρτυρούν την υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα και στις δύο βασικές φάσεις και αποπνέουν την ατμόσφαιρα της ακμής του Δεσποτάτου.

 

Επισκέψιμο: Κατόπιν συνεννοήσεως με Ενορία Πλησιών: π. Κων. Αθανασούλας 6942635908

Click to listen highlighted text!